Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Έμαθα να Εμπιστεύομαι Πλήρως στον Ιεχωβά

Έμαθα να Εμπιστεύομαι Πλήρως στον Ιεχωβά

Βιογραφία

Έμαθα να Εμπιστεύομαι Πλήρως στον Ιεχωβά

Αφήγηση από τον Όμπρι Μπάξτερ

Ένα σαββατόβραδο του 1940, δύο άντρες μού επιτέθηκαν και με έριξαν στο έδαφος. Δύο αστυνομικοί στέκονταν εκεί κοντά, αλλά αντί να με βοηθήσουν με έβρισαν και επαίνεσαν τα κακοποιά στοιχεία. Τα γεγονότα της ζωής μου που οδήγησαν σε αυτή τη βάναυση μεταχείριση άρχισαν περίπου πέντε χρόνια νωρίτερα όταν εργαζόμουν σε ανθρακωρυχείο. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1913 στο Σουόνσι, μια παραλιακή πόλη στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας, και ήμουν το τρίτο από τέσσερα αγόρια. Όταν ήμουν πέντε χρονών, ολόκληρη η οικογένειά μας κόλλησε την τρομερή ισπανική γρίπη, η οποία θανάτωσε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Εμείς ευτυχώς επιζήσαμε όλοι. Το 1933, όμως, μας έπληξε μια τραγωδία όταν πέθανε η μητέρα μας σε ηλικία 47 ετών. Ήταν θεοσεβής γυναίκα, και παλαιότερα είχε πάρει τους δύο τόμους του βιβλίου Φως, ενός βοηθήματος για Γραφική μελέτη το οποίο διένεμαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Εκείνον τον καιρό, εργαζόμουν σε ανθρακωρυχείο. Επειδή η δουλειά μου αποτελούνταν από σύντομες εντατικές περιόδους τις οποίες ακολουθούσαν ήσυχα διαλείμματα, έπαιρνα μαζί μου τα βιβλία και τα διάβαζα με το φως της λάμπας που ήταν στερεωμένη στο κράνος μου. Σύντομα διαπίστωσα ότι είχα βρει την αλήθεια. Άρχισα επίσης να ακούω τις Γραφικές διαλέξεις που μετέδιδαν οι Μάρτυρες από το ραδιόφωνο. Η χαρά μου αυξήθηκε όταν ο πατέρας μου και τα αδέλφια μου άρχισαν όλοι να ενδιαφέρονται για τη Γραφική αλήθεια.

Το 1935 μας έπληξε άλλη μια τραγωδία όταν ο μικρότερος αδελφός μου, ο Μπίλι, έπαθε πνευμονία και πέθανε. Ήταν μόλις 16 χρονών. Αυτή τη φορά, όμως, η οικογένειά μας παρηγορήθηκε με την ελπίδα της ανάστασης. (Πράξεις 24:15) Με τον καιρό, ο πατέρας μου και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, ο Βέρνερ και ο Χάρολντ, καθώς και οι σύζυγοι των αδελφών μου, αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Θεό. Από την άμεση οικογένειά μου, μόνο εγώ ζω ακόμη. Ωστόσο, η δεύτερη σύζυγος του Βέρνερ, η Μάρτζορι, καθώς και η σύζυγος του Χάρολντ, η Ελίζαμπεθ, παραμένουν επίσης δραστήριες στην υπηρεσία του Ιεχωβά.

Μαθαίνω να Εμπιστεύομαι στον Ιεχωβά

Είχα την πρώτη μου άμεση επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά αργότερα στη διάρκεια του 1935 όταν μια Ουκρανή ήρθε με το ποδήλατο στο σπίτι μας. Την επόμενη Κυριακή παρακολούθησα την πρώτη μου Χριστιανική συνάθροιση, και μια εβδομάδα αργότερα, συμμετείχα στη διακονία αγρού μαζί με τον όμιλο. Ο Μάρτυρας που διεξήγαγε τη συνάθροιση για υπηρεσία αγρού μού έδωσε μερικά βιβλιάρια και, προς μεγάλη μου έκπληξη, με έστειλε να κηρύξω μόνος μου! Στην πρώτη πόρτα είχα τόσο τρακ ώστε ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί! Αλλά ο οικοδεσπότης ήταν ευγενικός και μάλιστα πήρε έντυπα.

Περικοπές όπως τα εδάφια Εκκλησιαστής 12:1 και Ματθαίος 28:19, 20 με εντυπωσίασαν βαθιά, και ήθελα να γίνω σκαπανέας, δηλαδή ολοχρόνιος διάκονος. Ο πατέρας μου υποστήριξε την απόφασή μου. Παρότι δεν είχα βαφτιστεί ακόμα, όρισα τη 15η Ιουλίου 1936 ως ημερομηνία έναρξης. Εκείνη την ημέρα, πήγα στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Σίντνεϊ, όπου κλήθηκα να συνεργαστώ με μια ομάδα 12 σκαπανέων στο Ντάλιτς Χιλ, προάστιο του Σίντνεϊ. Μου έμαθαν να δουλεύω το χειρόμυλο που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή οι σκαπανείς για να φτιάχνουν αλεύρι και να μειώνουν έτσι τα έξοδα του φαγητού.

Σκαπανικό στην Αυστραλιανή Ύπαιθρο

Μετά το βάφτισμά μου αργότερα το ίδιο έτος, διορίστηκα στο κεντρικό Κουίνσλαντ μαζί με άλλους δύο σκαπανείς—τον Όμπρι Γουίλς και τον Κλάιβ Σέιντ. Ο εξοπλισμός μας αποτελούνταν από το φορτηγάκι του Όμπρι, μερικά ποδήλατα, έναν φορητό φωνογράφο για να παρουσιάζουμε Βιβλικές διαλέξεις, μια σκηνή η οποία έγινε το σπίτι μας για τα επόμενα τρία χρόνια, τρία κρεβάτια, ένα τραπέζι και μια σιδερένια κατσαρόλα. Κάποιο βράδυ που ήταν η σειρά μου να μαγειρέψω, σκέφτηκα να ετοιμάσω ένα «ειδικό» δείπνο με λαχανικά και πλιγούρι. Αλλά κανείς μας δεν μπορούσε να το φάει. Ένα άλογο έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά, γι’ αυτό του πρόσφερα το φαγητό. Το μύρισε, κούνησε το κεφάλι του και έφυγε! Έκτοτε έπαψα να κάνω πειράματα με τη μαγειρική.

Αργότερα αποφασίσαμε να επιταχύνουμε την κάλυψη του τομέα μας χωρίζοντάς τον σε τρία τμήματα και καλύπτοντας από ένα ο καθένας. Πολλές φορές στο τέλος της ημέρας βρισκόμουν τόσο μακριά από τη βάση μας ώστε δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω με το ποδήλατο, και πότε πότε διανυκτέρευα σε φιλόξενους αγρότες. Σε κάποια περίπτωση κοιμήθηκα σε ένα πολυτελές κρεβάτι στον ξενώνα ενός αγροκτήματος εκτροφής βοοειδών, ενώ την επόμενη νύχτα ξάπλωσα στο χωματένιο δάπεδο της καλύβας ενός κυνηγού καγκουρό, όπου με περιέβαλλαν στοίβες από δέρματα που μύριζαν απαίσια. Συχνά κοιμόμουν στο ύπαιθρο. Μια φορά με περικύκλωσαν σε κάποια απόσταση ντίγκο (αγριόσκυλα) και το ανατριχιαστικό τους αλύχτημα αντηχούσε μέσα στο σκοτάδι. Αφού έμεινα ξάγρυπνος όλη νύχτα, την άλλη μέρα ανακάλυψα ότι τα ντίγκο δεν ενδιαφέρονταν για εμένα αλλά για τα εντόσθια ενός ζώου που ήταν πεταμένα εκεί κοντά.

Χρησιμοποιούμε Αυτοκίνητο με Μεγάφωνα στο Έργο

Αξιοποιήσαμε πολύ καλά ένα αυτοκίνητο με μεγάφωνα για να αναγγέλλουμε τη Βασιλεία του Θεού. Στην πόλη Τάουνσβιλ στο βόρειο Κουίνσλαντ, η αστυνομία μάς επέτρεψε να στήσουμε τον εξοπλισμό μας στο κέντρο της πόλης. Η ηχογραφημένη διάλεξη, όμως, εξόργισε μερικά μέλη του Στρατού της Σωτηρίας, τα οποία μας είπαν να φύγουμε. Όταν αρνηθήκαμε, πέντε από αυτούς ταρακούνησαν δυνατά το φορτηγάκι μας. Εκείνη τη στιγμή εγώ ήμουν μέσα και χειριζόμουν τον ηχητικό εξοπλισμό! Φαινόταν ασύνετο να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας, γι’ αυτό μόλις εκείνοι οι άνθρωποι σταμάτησαν φύγαμε από την περιοχή.

Στο Μπάνταμπεργκ, ένας ενδιαφερόμενος μας δάνεισε μια βάρκα για να μπορέσουμε να μεταδώσουμε διαλέξεις από τον ποταμό Μπάρνετ ο οποίος διαρρέει την πόλη. Ο Όμπρι και ο Κλάιβ απέπλευσαν με τον ηχητικό εξοπλισμό πάνω στη βάρκα ενώ εγώ έμεινα στην αίθουσα που είχαμε νοικιάσει. Εκείνο το βράδυ, η δυνατή φωνή του Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αντήχησε σε όλο το Μπάνταμπεργκ, διακηρύττοντας ένα δυναμικό Γραφικό άγγελμα. Επρόκειτο ασφαλώς για συναρπαστικούς καιρούς κατά τους οποίους ο λαός του Θεού έπρεπε να δείχνει τόλμη και πίστη.

Ο Πόλεμος Φέρνει Επιπρόσθετες Δυσκολίες

Αμέσως μετά την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το Σεπτέμβριο του 1939, Η Σκοπιά 1 Νοεμβρίου (1 Δεκεμβρίου, στην ελληνική) εξέτασε το θέμα της Χριστιανικής ουδετερότητας όσον αφορά την πολιτική και τον πόλεμο. Αργότερα, θα χαιρόμουν που μελέτησα εκείνη την επίκαιρη ύλη. Στο μεταξύ, αφού περάσαμε τρία χρόνια μαζί, ο Όμπρι, ο Κλάιβ και εγώ πήραμε διαφορετικούς διορισμούς και οι δρόμοι μας χώρισαν. Εγώ διορίστηκα περιοδεύων επίσκοπος στο βόρειο Κουίνσλαντ, και αυτός ο διορισμός επρόκειτο να θέσει επανειλημμένα σε δοκιμή την εμπιστοσύνη μου στον Ιεχωβά.

Τον Αύγουστο του 1940 υπηρέτησα την εκκλησία του Τάουνσβιλ, στην οποία υπήρχαν τέσσερις σκαπανείς—ο Πέρσι και η Ίλμα Ισλαούμπ * καθώς και ο Νόρμαν Μπελότι και η αδελφή του η Μπεατρίς. Έξι χρόνια αργότερα, η Μπεατρίς έγινε σύζυγός μου. Ένα σαββατόβραδο, όταν μερικοί από εμάς είχαμε τελειώσει το έργο δρόμου, έλαβε χώρα η επίθεση που αναφέρθηκε στην αρχή. Το μόνο αποτέλεσμα αυτής της αδικίας, όμως, ήταν να μου δώσει ώθηση για περαιτέρω δράση στην υπηρεσία του Ιεχωβά.

Δύο σκαπάνισσες, η Γιούνα και η Μερλ Κιλπάτρικ, έκαναν θαυμάσιο έργο στα βόρεια. Είχα μια ευχάριστη ημέρα μαζί τους στη διακονία, και κατόπιν μου ζήτησαν να τις περάσω με βάρκα στην απέναντι όχθη ενός ποταμού για να πάνε στο σπίτι μιας οικογένειας ενδιαφερομένων. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να κολυμπήσω μέχρι την άλλη πλευρά, όπου ήταν δεμένη μια βάρκα, να επιστρέψω με τη βάρκα και μετά να περάσω τις αδελφές απέναντι. Όταν, όμως, έφτασα στη βάρκα, τα κουπιά έλειπαν! Αργότερα μάθαμε ότι τα είχε κρύψει ένας εναντιούμενος. Αλλά το τέχνασμά του δεν μας σταμάτησε. Στο παρελθόν ήμουν ναυαγοσώστης επί αρκετά χρόνια και παρέμενα καλός κολυμβητής. Έτσι λοιπόν, έδεσα το σχοινί της άγκυρας γύρω από τη μέση μου, τράβηξα τη βάρκα κολυμπώντας ως εκεί που περίμεναν οι κοπέλες, και τις ρυμούλκησα μέχρι την απέναντι όχθη. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές μας, διότι με τον καιρό εκείνη η οικογένεια των ενδιαφερομένων έγιναν Μάρτυρες.

Υπό τη Σκιά του Χεριού του Ιεχωβά

Για λόγους ασφαλείας, ο στρατός είχε στήσει ένα οδόφραγμα λίγο έξω από την πόλη Ίνισφεϊλ. Επειδή ήμουν καταχωρισμένος ως μόνιμος κάτοικος της περιοχής, κατάφερνα να παίρνω άδειες εισόδου, οι οποίες αποδεικνύονταν πολύτιμες όταν μας επισκέπτονταν εκπρόσωποι από το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Για να τους περάσω από το οδόφραγμα, τους έκρυβα σε έναν μυστικό χώρο κάτω από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου.

Η βενζίνη δινόταν με δελτίο εκείνο το διάστημα, γι’ αυτό πολλά οχήματα ήταν εξοπλισμένα με μια συσκευή παραγωγής αερίου. Για να τροφοδοτεί τη μηχανή, αυτή η συσκευή έβγαζε καύσιμο αέριο από κάρβουνα. Ταξίδευα νύχτα με σακιά γεμάτα κάρβουνο στοιβαγμένα πάνω από το χώρο όπου κρυβόταν ο αδελφός. Όταν σταματούσα σε κάποιο οδόφραγμα, αποσπούσα την προσοχή των φρουρών αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη και φροντίζοντας να καίει πολύ η χοάνη με το κάρβουνο. Μια νύχτα που συνέβη αυτό, φώναξα στους φρουρούς: «Αν σβήσω τον κινητήρα, θα διαταραχτεί η αναλογία αερίου-οξυγόνου και θα είναι δύσκολο να ξαναβάλω μπρος». Επειδή τους απωθούσε η ζέστη, ο θόρυβος και η καπνιά, οι φρουροί έλεγξαν το αυτοκίνητο στα γρήγορα και με άφησαν να φύγω.

Εκείνες τις ημέρες διορίστηκα να διοργανώσω μια συνέλευση στο Τάουνσβιλ για τους ντόπιους Μάρτυρες. Τα τρόφιμα δίνονταν με δελτίο, και για να πάρουμε ό,τι χρειαζόμασταν έπρεπε να δώσει την έγκρισή του ο τοπικός δικαστής. Εκείνον τον καιρό, οι Χριστιανοί αδελφοί μας φυλακίζονταν λόγω της ουδετερότητάς τους. Γι’ αυτό, όταν έκλεισα ραντεβού για να συναντηθώ με το δικαστή σκεφτόμουν: “Είναι σοφό αυτό που κάνω ή πάω γυρεύοντας για μπελάδες;” Παρ’ όλα αυτά, έκανα ό,τι μου είχαν πει.

Ο δικαστής, πίσω από ένα επιβλητικό γραφείο, μου είπε να καθήσω. Όταν του μίλησα για το σκοπό της επίσκεψής μου, το πρόσωπό του σκλήρυνε και μου έριξε μια παρατεταμένη, αυστηρή ματιά. Κατόπιν χαλάρωσε και είπε: «Πόσα τρόφιμα χρειάζεστε;» Του έδωσα έναν κατάλογο με την ελάχιστη ποσότητα των απαραίτητων ειδών. Εκείνος εξέτασε τον κατάλογο και είπε: «Αυτά δεν νομίζω να φτάσουν. Καλύτερα να τα διπλασιάσουμε». Έφυγα από το γραφείο του βαθιά ευγνώμων στον Ιεχωβά, ο οποίος μου είχε διδάξει άλλο ένα μάθημα όσον αφορά την εμπιστοσύνη.

Τον Ιανουάριο του 1941 το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά τέθηκε υπό απαγόρευση στην Αυστραλία. Πολλοί μας θεωρούσαν ύποπτους και μάλιστα μας κατηγορούσαν για κατασκοπεία υπέρ των Ιαπώνων! Σε μια περίπτωση, δύο αυτοκίνητα γεμάτα αστυνομικούς και στρατιώτες έκαναν έφοδο στο Αγρόκτημα της Βασιλείας, ένα κτήμα που είχαμε αγοράσει στο οροπέδιο Άθερτον για να παράγουμε τρόφιμα. Έψαχναν να βρουν έναν προβολέα τον οποίο υποτίθεται ότι χρησιμοποιούσαμε για να κάνουμε σήματα στον εχθρό. Μας κατηγόρησαν επίσης ότι φυτεύαμε το καλαμπόκι με τρόπο που να σχηματίζει έναν κώδικα ο οποίος διαβαζόταν από τον αέρα! Βέβαια, όλες αυτές οι κατηγορίες αποδείχτηκαν ψευδείς.

Λόγω της απαγόρευσης έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί—και εφευρετικοί—όταν παραδίδαμε τα έντυπα. Για παράδειγμα, όταν τέθηκε σε κυκλοφορία το βιβλίο Τέκνα (Children), παρέλαβα ένα κιβώτιο στο Μπρίσμπεϊν, ταξίδεψα σιδηροδρομικώς προς τα βόρεια, και όταν το τρένο σταματούσε σε μέρος όπου υπήρχε εκκλησία άφηνα μερικά βιβλία εκεί. Για να αποτρέψω τους ελεγκτές της αστυνομίας και του στρατού να ανοίξουν το κιβώτιο, είχα μαζί μου μια λεπίδα από δισκοπρίονο και την έδενα πάνω στο κουτί προτού αποβιβαστώ. Παρότι αυτό το τέχνασμα ήταν απλό, δεν απέτυχε ποτέ. Προς μεγάλη ανακούφιση του λαού του Ιεχωβά, η απαγόρευση—την οποία ένας δικαστής χαρακτήρισε «αυθαίρετη, αλλόκοτη και καταπιεστική»—άρθηκε τον Ιούνιο του 1943.

Με Καλούν στο Στρατό

Το προηγούμενο έτος ο Όμπρι Γουίλς, ο Νόρμαν Μπελότι και εγώ κληθήκαμε να υπηρετήσουμε στο στρατό. Ο Όμπρι και ο Νόρμαν κλήθηκαν μία εβδομάδα πριν από εμένα και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση έξι μηνών. Εκείνο το διάστημα τα ταχυδρομεία συνήθιζαν να κατάσχουν τα τεύχη της Σκοπιάς που είχαν ως παραλήπτες γνωστούς Μάρτυρες αλλά όχι αυτά που στέλνονταν σε άλλους συνδρομητές. Ο διορισμός μας ήταν να βρίσκουμε κάποιο από αυτά τα άτομα, να κάνουμε αντίγραφα των περιοδικών και να τα διανέμουμε στους άλλους Μάρτυρες. Με αυτόν τον τρόπο, λαβαίναμε πνευματική τροφή τακτικά.

Όταν μου επιβλήθηκε η αναμενόμενη εξάμηνη ποινή φυλάκισης, άσκησα αμέσως έφεση όπως μου υπέδειξε το γραφείο τμήματος στο Σίντνεϊ. Σκοπός μας ήταν να κερδίσουμε χρόνο μέχρι να διοριστεί κάποιος άλλος να φροντίζει για το έργο. Αξιοποίησα την ελευθερία μου προκειμένου να επισκεφτώ μερικούς από τους 21 Μάρτυρες που ήταν φυλακισμένοι στο βόρειο Κουίνσλαντ. Οι περισσότεροι βρίσκονταν στην ίδια φυλακή, και ο διευθυντής εκεί μας μισούσε. Όταν του υπενθύμισα ότι οι διάκονοι των άλλων θρησκευμάτων μπορούσαν να επισκέπτονται τους δικούς τους, εξαγριώθηκε και ούρλιαξε: «Αν ήταν στο χέρι μου, θα έστελνα όλους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο εκτελεστικό απόσπασμα!» Οι φύλακες με έβγαλαν γρήγορα έξω.

Όταν εκδικάστηκε η έφεσή μου, μου διόρισαν δικηγόρο σύμφωνα με το νόμο. Στην ουσία, όμως, χειρίστηκα μόνος μου την υπόθεσή μου, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να στηριχτώ πάρα πολύ στον Ιεχωβά. Εκείνος, από την πλευρά του, δεν με απογοήτευσε. (Λουκάς 12:11, 12· Φιλιππησίους 4:6, 7) Το εκπληκτικό είναι ότι η έφεσή μου στέφθηκε με επιτυχία επειδή ανακαλύφτηκαν κάποια λάθη των δικαστικών υπαλλήλων στη δικογραφία!

Το 1944 διορίστηκα σε μια μεγάλη περιοχή που κάλυπτε ολόκληρη την πολιτεία της Νότιας Αυστραλίας, τη βόρεια Βικτόρια και την πόλη του Σίντνεϊ στη Νέα Νότια Ουαλία. Το επόμενο έτος ξεκίνησε μια παγκόσμια εκστρατεία δημόσιων ομιλιών, και κάθε ομιλητής έπρεπε να ετοιμάσει τη δική του διάλεξη με βάση ένα μονοσέλιδο σχέδιο που του δινόταν. Η εκφώνηση ωριαίων ομιλιών αποτέλεσε μια καινούρια πρόκληση, αλλά προχωρήσαμε με πλήρη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, και εκείνος ευλόγησε τις προσπάθειές μας.

Γάμος και Νέες Ευθύνες

Τον Ιούλιο του 1946 η Μπεατρίς Μπελότι και εγώ παντρευτήκαμε, και αρχίσαμε να υπηρετούμε μαζί ως σκαπανείς. Μέναμε σε ένα τροχόσπιτο από κόντρα πλακέ. Η μοναχοκόρη μας, η Τζάνις (Τζαν), γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1950. Κάναμε σκαπανικό σε αρκετά μέρη, μεταξύ άλλων στην πόλη Κέμπσι της Νέας Νότιας Ουαλίας, όπου ήμασταν οι μόνοι Μάρτυρες. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε σε μια τοπική κοινοτική αίθουσα, και εγώ ήμουν προετοιμασμένος να εκφωνήσω μια δημόσια ομιλία την οποία είχαμε διαφημίσει με φυλλάδια. Επί μερικούς μήνες, η Μπεατρίς και η μικρή Τζαν ήταν το μόνο μου ακροατήριο. Σε λίγο καιρό, όμως, άρχισαν σιγά σιγά να έρχονται και άλλοι. Σήμερα το Κέμπσι έχει δύο ακμάζουσες εκκλησίες.

Όταν η Τζαν ήταν δύο ετών, εγκατασταθήκαμε στο Μπρίσμπεϊν. Κατόπιν, όταν τελείωσε το σχολείο, κάναμε σκαπανικό ως οικογένεια επί τέσσερα χρόνια στην πόλη Σέσνοκ της Νέας Νότιας Ουαλίας ώσπου επιστρέψαμε στο Μπρίσμπεϊν για να βοηθήσουμε την άρρωστη μητέρα της Μπεατρίς. Τώρα έχω το προνόμιο να υπηρετώ ως πρεσβύτερος στην Εκκλησία Τσέρμσαϊντ.

Η Μπεατρίς και εγώ ευχαριστούμε τον Ιεχωβά για τις αμέτρητες ευλογίες του, περιλαμβανομένου και του προνομίου να βοηθήσουμε 32 άτομα να τον γνωρίσουν. Εγώ προσωπικά ευχαριστώ τον Ιεχωβά για την αγαπημένη μου σύζυγο η οποία, παρότι είναι ευγενικό και πράο άτομο, υπήρξε άφοβη αγωνίστρια υπέρ της Γραφικής αλήθειας. Η αγάπη της για τον Θεό, η εμπιστοσύνη της σε αυτόν και το “απλό μάτι” της την έκαναν αληθινά άξια σύζυγο και μητέρα. (Ματθαίος 6:22, 23· Παροιμίες 12:4) Μαζί με εκείνη, μπορώ να λέω με όλη μου την καρδιά: «Ευλογημένος είναι ο ακμαίος άντρας που θέτει την εμπιστοσύνη του στον Ιεχωβά».—Ιερεμίας 17:7.

[Υποσημείωση]

^ παρ. 19 Η βιογραφία του Πέρσι Ισλαούμπ εμφανίστηκε στο τεύχος 15 Σεπτεμβρίου 1981 αυτού του περιοδικού.

[Εικόνα στη σελίδα 9]

Χρησιμοποιούσαμε αυτό το αυτοκίνητο με μεγάφωνα στο βόρειο Κουίνσλαντ

[Εικόνα στη σελίδα 10]

Βοηθάω τις αδελφές Κιλπάτρικ να μετακινήσουν το όχημά τους την περίοδο των βροχών στο βόρειο Κουίνσλαντ

[Εικόνα στη σελίδα 12]

Την ημέρα του γάμου μας