Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Πορεία Προς το Νέο Κόσμο

Πορεία Προς το Νέο Κόσμο

Βιογραφία

Πορεία Προς το Νέο Κόσμο

Αφήγηση από τον Τζακ Πράμπεργκ

Έξω από την Αρμπόγκα, μια μικρή γραφική πόλη στην κεντρική Σουηδία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν ένα γραφείο τμήματος με 80 και πλέον εθελοντές. Αυτό είναι το μέρος όπου η σύζυγός μου, η Κάριν, και εγώ ζούμε και εργαζόμαστε. Πώς βρεθήκαμε εδώ;

ΠΡΟΣ τα τέλη του 19ου αιώνα, μια 15χρονη Σουηδέζα μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε κάποιον ξενώνα μεταναστών στην Πόλη της Νέας Υόρκης, γνώρισε έναν Σουηδό ναυτικό. Η γνωριμία οδήγησε σε ειδύλλιο, σε γάμο και στη γέννηση ενός γιου—εκείνος ο γιος ήμουν εγώ. Αυτό συνέβη στο Μπρονξ, στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, το 1916, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Έπειτα από λίγο καιρό, μετακομίσαμε στο Μπρούκλιν, λίγα μόνο τετράγωνα πιο πέρα από το Μπρούκλιν Χάιτς. Ο πατέρας μου μού είπε αργότερα ότι εκείνος και εγώ είχαμε βάλει ένα καραβάκι να πλέει στα νερά κοντά στη Γέφυρα του Μπρούκλιν, η οποία βρισκόταν ακριβώς μπροστά από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Δεν ήξερα τότε πώς θα επηρέαζαν τη ζωή μου οι δραστηριότητες που λάβαιναν χώρα εκεί.

Το 1918, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, και η άσκοπη σφαγή στην Ευρώπη σταμάτησε προσωρινά. Οι στρατιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους για να αντιμετωπίσουν ένα νέο είδος εχθρού—την ανεργία και τη φτώχεια. Ο πατέρας μου σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να επιστρέψουμε στη Σουηδία, πράγμα που κάναμε το 1923. Καταλήξαμε στο Ίρικσταντ, ένα μικρό χωριό κοντά σε κάποιον σιδηροδρομικό σταθμό, στην περιοχή του Ντάλσλαντ. Εκεί ο πατέρας μου άνοιξε ένα μηχανουργείο, και σε αυτό το μέρος μεγάλωσα εγώ και πήγα σχολείο.

Σπάρθηκε ένας Σπόρος

Η επιχείρηση του πατέρα μου δεν πήγαινε καλά. Γι’ αυτό, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ξαναγύρισε στα καράβια. Μείναμε μόνοι—η μητέρα μου με πολλές έγνοιες και εγώ με τη διαχείριση του μηχανουργείου. Κάποια μέρα, η μητέρα μου επισκέφτηκε το γαμπρό της, το θείο μου τον Γιόχαν. Γεμάτη ανησυχία για τις παγκόσμιες συνθήκες, ρώτησε: «Γιόχαν, έτσι θα είναι πάντοτε τα πράγματα;»

«Όχι, Ρουτ», είπε αυτός. Στη συνέχεια της μίλησε για την υπόσχεση του Θεού να τερματίσει την πονηρία και να φέρει μια δίκαιη διακυβέρνηση στη γη μέσω μιας Βασιλείας με τον Ιησού Χριστό ως Βασιλιά. (Ησαΐας 9:6, 7· Δανιήλ 2:44) Ο ίδιος εξήγησε ότι η Βασιλεία για την οποία μας δίδαξε ο Ιησούς να προσευχόμαστε ήταν η δίκαιη κυβέρνηση που θα έφερνε σε ύπαρξη μια παραδεισιακή γη.—Ματθαίος 6:9, 10· Αποκάλυψη 21:3, 4.

Αυτές οι Γραφικές υποσχέσεις άγγιξαν αμέσως την καρδιά της μητέρας μου. Ξεκίνησε για το σπίτι, ευχαριστώντας τον Θεό σε κάθε της βήμα. Ωστόσο, ούτε στον πατέρα μου ούτε σε εμένα άρεσε το ενδιαφέρον της μητέρας μου για τη θρησκεία. Εκείνον τον καιρό, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, μετακόμισα στο Τρολχέταν στη δυτική Σουηδία, όπου βρήκα δουλειά σε ένα μεγάλο εργαστήριο. Σύντομα η μητέρα μου και ο πατέρας μου, ο οποίος είχε επιστρέψει πρόσφατα από τη ζωή στη θάλασσα, μετακόμισαν στο ίδιο μέρος. Έτσι λοιπόν, η οικογένειά μας ενώθηκε ξανά.

Για να ικανοποιήσει την πνευματική της πείνα, η μητέρα μου αναζήτησε Μάρτυρες του Ιεχωβά στην περιοχή. Εκείνη την εποχή, αυτοί συναθροίζονταν σε ιδιωτικά σπίτια, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί. (Φιλήμονα 1, 2) Κάποια μέρα, ήρθε η σειρά της μητέρας μου να φιλοξενήσει τη συνάθροιση. Γεμάτη αγωνία, ρώτησε τον πατέρα μου αν θα μπορούσε να προσκαλέσει τους φίλους της. Εκείνος απάντησε: «Οι φίλοι σου είναι και δικοί μου φίλοι».

Ως εκ τούτου, το σπίτι μας ήταν ανοιχτό για τους επισκέπτες. Όταν εκείνοι έμπαιναν από την πόρτα, εγώ έφευγα. Εντούτοις, ύστερα από λίγο καιρό άρχισα να μένω. Η θέρμη των Μαρτύρων και οι ρεαλιστικές, προσγειωμένες απόψεις τους υπερνίκησαν όλη την προκατάληψη που είχα στη διάνοιά μου. Στην καρδιά μου άρχισε να αναπτύσσεται ένας σπόρος—μια ελπίδα για το μέλλον.

Πηγαίνω στα Καράβια

Πρέπει να το έχω στο αίμα μου το αλμυρό νερό, κληρονομιά από τον πατέρα μου, διότι πήγα και εγώ στα καράβια. Άρχισα επίσης να έχω ολοένα και μεγαλύτερη συναίσθηση της πνευματικής μου ανάγκης. Όταν πιάναμε λιμάνι, προσπαθούσα πάντοτε να έρχομαι σε επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, μπήκα σε ένα ταχυδρομείο για να ρωτήσω πού θα μπορούσα να τους βρω. Κατόπιν συνεννοήσεων, μου έδωσαν μια διεύθυνση στην οποία πήγα αμέσως. Ένα δεκάχρονο κορίτσι με υποδέχτηκε εγκάρδια στην πόρτα. Ήμουν ξένος, αλλά ένιωσα αμέσως ότι κάτι με έδενε με αυτό το κοριτσάκι και με την οικογένειά του—πήρα μια γεύση από την υπέροχη διεθνή αδελφότητα!

Παρότι δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, όταν η οικογένεια έβγαλε ένα ημερολόγιο και ένα πρόγραμμα με τα δρομολόγια του τρένου και άρχισε να σχεδιάζει κάποιον χάρτη, κατάλαβα ότι επρόκειτο να διεξαχθεί μια συνέλευση στη γειτονική πόλη Χάαρλεμ. Πήγα και, μολονότι δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε λέξη, μου άρεσε πολύ. Όταν είδα τους Μάρτυρες να μοιράζουν προσκλήσεις για τη δημόσια ομιλία της Κυριακής, ένιωσα την ανάγκη να συμμετάσχω. Γι’ αυτό, μάζευα τις προσκλήσεις που πετούσαν οι άνθρωποι και τις μοίραζα ξανά.

Κάποτε, αγκυροβολήσαμε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, και εκεί βρήκα το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μέσα στο κτίριο υπήρχε χώρος γραφείων και μια αποθήκη. Σε κάποιο γραφείο καθόταν μια γυναίκα που έπλεκε ενώ ένα κοριτσάκι, πιθανότατα η κόρη της, έπαιζε με μια κούκλα. Ήταν αργά τη νύχτα, και ένας άντρας κατέβαζε μερικά βιβλία από κάποιο ράφι, περιλαμβανομένου και του βιβλίου Δημιουργία στη σουηδική. Βλέποντας τα χαρούμενα, φιλικά πρόσωπά τους, ήξερα ότι ήθελα να ανήκω σε αυτόν το λαό.

Στο ταξίδι της επιστροφής, το πλοίο μας περισυνέλεξε το πλήρωμα κάποιου καναδικού στρατιωτικού αεροπλάνου που είχε συντριφτεί κοντά στις ακτές του Νιουφάουντλαντ. Λίγες μέρες αργότερα, ήμασταν κοντά στη Σκωτία, όπου ένα πλοίο του αγγλικού ναυτικού μάς έθεσε υπό κράτηση. Μας μετέφεραν στο Κίρκγουολ στα νησιά Όρκνι για έλεγχο. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει, και τα ναζιστικά στρατεύματα του Χίτλερ είχαν εισβάλει στην Πολωνία το Σεπτέμβριο του 1939. Έπειτα από λίγες μέρες, μας άφησαν ελεύθερους και γυρίσαμε στη Σουηδία χωρίς απρόοπτα.

Η επιστροφή μου ήταν διπλή—από σωματική και από πνευματική άποψη. Τώρα ήθελα πραγματικά να ανήκω στο λαό του Θεού και δεν ήθελα να πάψω να συναθροίζομαι μαζί τους. (Εβραίους 10:24, 25) Χαίρομαι καθώς θυμάμαι πως όταν ήμουν ναυτικός έδινα πάντοτε μαρτυρία σε άλλους ναυτικούς, και ξέρω ότι ένας από αυτούς έγινε επίσης Μάρτυρας.

Μια Ειδική Μορφή Υπηρεσίας

Στις αρχές του 1940, επισκέφτηκα το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Στοκχόλμη. Εκεί με υποδέχτηκε ο Γιόχαν Χ. Ένεροθ, ο οποίος αναλάμβανε τότε την ηγεσία στην επίβλεψη του έργου κηρύγματος στη Σουηδία. Όταν του είπα ότι ήθελα να συμμετάσχω στο έργο κηρύγματος ολοχρόνια ως σκαπανέας, εκείνος με κοίταξε με σταθερό βλέμμα και με ρώτησε: «Πιστεύεις ότι αυτή είναι η οργάνωση του Θεού;»

«Ναι», απάντησα. Αυτό οδήγησε στο βάφτισμά μου στις 22 Ιουνίου 1940, και άρχισα να υπηρετώ στο γραφείο τμήματος, σε εκείνο το ευχάριστο περιβάλλον, μαζί με έξοχους συνεργάτες. Τα σαββατοκύριακά μας τα αφιερώναμε στη διακονία. Το καλοκαίρι, πηγαίναμε πολλές φορές με το ποδήλατο σε μακρινούς τομείς και χρησιμοποιούσαμε ολόκληρο το σαββατοκύριακο για να κηρύττουμε, ενώ τη νύχτα κοιμόμασταν σε θημωνιές.

Ωστόσο, κηρύτταμε ως επί το πλείστον από σπίτι σε σπίτι εντός και πέριξ της Στοκχόλμης. Μια φορά είδα έναν άντρα στο υπόγειο του σπιτιού του να πασχίζει σκληρά να επισκευάσει το λέβητα. Ανασκουμπώθηκα και τον βοήθησα. Όταν σταμάτησε η διαρροή, ο άντρας με κοίταξε με ευγνωμοσύνη και είπε: «Πιστεύω ότι πιθανότατα ήρθες για άλλον λόγο. Ας πάμε, λοιπόν, πάνω να πλύνουμε τα χέρια μας και να πιούμε έναν καφέ». Πήγαμε και, καθώς πίναμε τον καφέ μας, του έδωσα μαρτυρία. Τελικά, έγινε συγχριστιανός μας.

Παρά την επίσημη θέση ουδετερότητας της χώρας, ο σουηδικός λαός επηρεάστηκε από τον πόλεμο. Ολοένα και περισσότεροι άντρες καλούνταν για στρατιωτική υπηρεσία, μεταξύ αυτών και εγώ. Όταν αρνιόμουν να κάνω στρατιωτικές ασκήσεις, με φυλάκιζαν για σύντομες περιόδους. Αργότερα, καταδικάστηκα σε φυλάκιση σε στρατόπεδο εργασίας. Οι νεαροί Μάρτυρες καλούνταν συχνά ενώπιον δικαστών, και είχαμε τη δυνατότητα να δίνουμε μαρτυρία για τη Βασιλεία του Θεού. Αυτό γινόταν σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού: «Θα σας σύρουν μπροστά σε κυβερνήτες και βασιλιάδες εξαιτίας μου για μαρτυρία σε αυτούς και στα έθνη».—Ματθαίος 10:18.

Η Ζωή μου Αλλάζει

Το 1945 σίγησαν τα όπλα στην Ευρώπη. Αργότερα εκείνο το έτος, ο Νάθαν Ο. Νορ, ο οποίος αναλάμβανε τότε την ηγεσία στο παγκόσμιο έργο, μας επισκέφτηκε από το Μπρούκλιν, μαζί με το γραμματέα του, τον Μίλτον Χένσελ. Η επίσκεψή τους υπήρξε καθοριστική για την αναδιοργάνωση του έργου κηρύγματος στη Σουηδία—και για εμένα προσωπικά. Όταν άκουσα για τη δυνατότητα φοίτησης στη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς, έκανα αμέσως αίτηση.

Το επόμενο έτος, καθόμουν σε μια αίθουσα διδασκαλίας της σχολής, η οποία τότε βρισκόταν έξω από το Σάουθ Λάνσινγκ της Νέας Υόρκης. Κατά τη διάρκεια της πεντάμηνης σειράς μαθημάτων, έλαβα εκπαίδευση που κατέστησε βαθύτερη την εκτίμησή μου για τη Γραφή και την οργάνωση του Θεού. Διαπίστωσα ότι όσοι αναλάμβαναν την ηγεσία στο παγκόσμιο έργο κηρύγματος ήταν προσιτοί και στοχαστικοί. Εργάζονταν σκληρά μαζί με εμάς τους υπόλοιπους. (Ματθαίος 24:14) Μολονότι αυτό δεν με εξέπληξε, χάρηκα που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια.

Σύντομα ήρθε ο καιρός—στις 9 Φεβρουαρίου 1947—για την αποφοίτηση της όγδοης τάξης της Σχολής Γαλαάδ. Ο αδελφός Νορ ανακοίνωσε τις χώρες στις οποίες θα στέλνονταν οι σπουδαστές. Όταν ήρθε η σειρά μου, είπε: «Ο αδελφός Πράμπεργκ θα επιστρέψει στη Σουηδία για να υπηρετήσει τους αδελφούς του εκεί». Πρέπει να ομολογήσω πως δεν ένιωθα και μεγάλο ενθουσιασμό για το ότι θα επέστρεφα στην πατρίδα μου.

Αντεπεξέρχομαι σε ένα Πολύ Δύσκολο Έργο

Όταν επέστρεψα στη Σουηδία, έμαθα για ένα καινούριο έργο που ξεκινούσε σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο—το έργο περιφερείας. Διορίστηκα να υπηρετώ ως ο πρώτος επίσκοπος περιφερείας στη Σουηδία, και διορισμός μου ήταν να καλύπτω ολόκληρη τη χώρα. Διευθετούσα και επέβλεπα τις συνελεύσεις περιοχής, όπως ονομάστηκαν τελικά, οι οποίες διεξάγονταν σε μικρές και μεγάλες πόλεις σε όλη τη Σουηδία. Εφόσον αυτή η διευθέτηση ήταν εντελώς καινούρια, οι οδηγίες που έλαβα ήταν λίγες. Ο αδελφός Ένεροθ και εγώ καθήσαμε και καταρτίσαμε ένα πρόγραμμα όσο καλύτερα μπορούσαμε. Αυτός ο διορισμός με τρόμαζε και πλησίασα τον Ιεχωβά πάρα πολλές φορές με προσευχή. Επί 15 χρόνια είχα το προνόμιο να υπηρετώ στο έργο περιφερείας.

Εκείνες τις μέρες, ήταν δύσκολο να βρούμε κατάλληλους χώρους για συνάξεις. Έπρεπε να βολευόμαστε σε αίθουσες χορού και σε παρόμοια μέρη, όπου η θέρμανση ήταν συνήθως ελλιπής και οι συνθήκες ενίοτε άθλιες. Χαρακτηριστική ήταν κάποια συνέλευση στο Ρέκιε της Φινλανδίας. Η αίθουσα ήταν ένα παλιό πολιτιστικό κέντρο της περιοχής το οποίο ήταν εγκαταλειμμένο για κάποιο διάστημα. Είχε χιονοθύελλα και είκοσι βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν. Γι’ αυτό, ανάψαμε φωτιά σε δύο γιγάντιες σόμπες φτιαγμένες από βαρέλια πετρελαίου. Δεν ξέραμε, όμως, ότι τα πουλιά είχαν χτίσει φωλιές στην καμινάδα. Μας τύλιξε ο καπνός! Όλοι, όμως, κουκουλωμένοι με πανωφόρια και με τα μάτια να τσούζουν, παρέμειναν στη θέση τους. Αυτό έκανε εκείνη τη συνέλευση ιδιαίτερα αξέχαστη.

Μια από τις οδηγίες για τη διοργάνωση εκείνων των τριήμερων συνελεύσεων περιοχής αφορούσε την παροχή τροφής στους εκπροσώπους. Στην αρχή, δεν είχαμε ούτε τον εξοπλισμό ούτε την πείρα που απαιτούνταν για να επιτελέσουμε μια τέτοια εργασία. Αλλά είχαμε υπέροχους αδελφούς και αδελφές οι οποίοι ανέλαβαν χαρούμενα το δύσκολο αυτό εγχείρημα. Μία μέρα πριν από τη συνέλευση, τους έβλεπες σκυμμένους πάνω από μια λεκάνη να καθαρίζουν πατάτες αφηγούμενοι εμπειρίες και να περνούν θαυμάσια. Πολλές διαρκείς φιλίες άρχισαν σε εκείνες τις περιστάσεις καθώς οι αδελφοί και οι αδελφές εργάζονταν σκληρά μαζί.

Οι πορείες με πλακάτ που διαφήμιζαν εκείνες τις συνελεύσεις περιοχής ήταν άλλο ένα χαρακτηριστικό του έργου μας τότε. Περπατούσαμε σχηματίζοντας πομπή μέσα από κάποια πόλη ή χωριό, προσκαλώντας τους κατοίκους στη δημόσια ομιλία. Οι άνθρωποι γενικά ήταν τις περισσότερες φορές ευγενικοί και έδειχναν σεβασμό. Κάποτε στην πόλη Φίνσπονγκ, ο δρόμος γέμισε με εργάτες οι οποίοι έβγαιναν από κάποιο εργοστάσιο. Ξαφνικά, ένας από αυτούς φώναξε: «Παιδιά, να η ομάδα που δεν μπόρεσε να νικήσει ο Χίτλερ!»

Ένα Μεγάλο Γεγονός στη Ζωή Μου

Η ζωή μου ως περιοδεύοντα διακόνου επρόκειτο σύντομα να αλλάξει ύστερα από τη γνωριμία μου με την Κάριν, μια θαυμάσια κοπέλα. Και οι δυο μας προσκληθήκαμε να παρακολουθήσουμε τη διεθνή συνέλευση στο Στάδιο Γιάνκι, στην Πόλη της Νέας Υόρκης, τον Ιούλιο του 1953. Εκεί, σε κάποιο διάλειμμα του προγράμματος της Δευτέρας 20 Ιουλίου, ο Μίλτον Χένσελ τέλεσε το γάμο μας. Επρόκειτο για ένα ασυνήθιστο γεγονός σε αυτό το φημισμένο γήπεδο του μπέιζμπολ. Αφού υπηρετήσαμε μαζί στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου μέχρι το 1962, η Κάριν και εγώ προσκληθήκαμε να γίνουμε μέλη της οικογένειας Μπέθελ της Σουηδίας. Στην αρχή, υπηρετούσα στο Τμήμα Περιοδικών. Κατόπιν, επειδή ήμουν εκπαιδευμένος μηχανικός, διορίστηκα να φροντίζω τα πιεστήρια και άλλα μηχανήματα του γραφείου τμήματος. Η Κάριν υπηρέτησε μερικά χρόνια στα πλυντήρια. Εδώ και πολλά χρόνια, υπηρετεί στο Διορθωτικό Τμήμα.

Πόσο γεμάτη, ουσιαστική, ευτυχισμένη ζωή έχουμε απολαύσει υπηρετώντας τον Ιεχωβά επί 54 και πλέον χρόνια ως αντρόγυνο! Ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει πραγματικά την οργάνωσή του που αποτελείται από στοργικούς, φιλόπονους υπηρέτες. Το 1940, όταν άρχισα να υπηρετώ στο γραφείο τμήματος, υπήρχαν μόνο 1.500 Μάρτυρες στη Σουηδία. Αλλά τώρα ξεπερνούν τους 22.000. Η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη σε άλλα μέρη του κόσμου, και γι’ αυτό παγκόσμια έχουμε ξεπεράσει τώρα τα εξίμισι εκατομμύρια.

Το πνεύμα του Ιεχωβά βρίσκεται πίσω από το έργο μας, φουσκώνοντας συνεχώς τα πανιά μας, σαν να λέγαμε. Με μάτια πίστης, ατενίζουμε την ταραγμένη θάλασσα της ανθρωπότητας, αλλά δεν ανησυχούμε. Καθώς παραμένουμε προσηλωμένοι στην πορεία μας, βλέπουμε καθαρά το νέο κόσμο του Θεού. Η Κάριν και εγώ ευχαριστούμε τον Θεό για όλη την αγαθότητά του και προσευχόμαστε κάθε μέρα για να μας δίνει δύναμη να διακρατούμε την ακεραιότητά μας και να πετύχουμε τελικά το στόχο μας—την επιδοκιμασία του Θεού και την αιώνια ζωή!—Ματθαίος 24:13.

[Εικόνα στη σελίδα 12]

Στα γόνατα της μητέρας μου

[Εικόνα στη σελίδα 13]

Το μέρος όπου ο πατέρας μου και εγώ είχαμε βάλει το καραβάκι να πλέει στις αρχές της δεκαετίας του 1920

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Με τον Χέρμαν Χένσελ (τον πατέρα του Μίλτον) στη Γαλαάδ, 1946

[Εικόνες στη σελίδα 16]

Παντρευτήκαμε στο Στάδιο Γιάνκι στις 20 Ιουλίου 1953