Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

«Ποτέ Μην Ξεχάσεις τη Διακονία από Πόρτα σε Πόρτα»

«Ποτέ Μην Ξεχάσεις τη Διακονία από Πόρτα σε Πόρτα»

«Ποτέ Μην Ξεχάσεις τη Διακονία από Πόρτα σε Πόρτα»

Αφήγηση από τον Γιάκοπ Νόιφελντ

«Ό,τι και αν συμβεί, ποτέ μην ξεχάσεις τη διακονία από πόρτα σε πόρτα». Με αυτά τα λόγια να ηχούν στα αφτιά μου, περπάτησα σχεδόν πέντε χιλιόμετρα ως το πλησιέστερο χωριό. Όταν έφτασα, δεν μπορούσα να βρω το θάρρος για να πάω στο πρώτο σπίτι. Αφού πάλεψα για λίγο μέσα μου, πήγα στο δάσος και προσευχήθηκα πολύ ένθερμα στον Θεό να μου δώσει θάρρος να κηρύξω. Τελικά, κατάφερα να επιστρέψω στην πρώτη πόρτα και να κάνω παρουσίαση.

ΤΙ ΜΕ έφερε σε εκείνο το χωριό στην έρημο της Παραγουάης όπου προσπαθούσα να κηρύξω εντελώς μόνος μου; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Γεννήθηκα το Νοέμβριο του 1923 στο χωριό Κρόνσταλ της Ουκρανίας, σε μια γερμανική Μενονιτική κοινότητα. Στα τέλη του 18ου αιώνα, οι Μενονίτες είχαν μεταναστεύσει από τη Γερμανία στην Ουκρανία και έλαβαν σημαντικά προνόμια, όπως ελευθερία λατρείας (αλλά όχι για να προσηλυτίζουν), αυτονομία και απαλλαγή από τη στράτευση.

Όταν το κομμουνιστικό κόμμα ανήλθε στην εξουσία, όλα αυτά τα προνόμια τους αφαιρέθηκαν. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1920, μεγάλα αγροκτήματα Μενονιτών μετατράπηκαν σε κολεκτίβες. Οι άνθρωποι εξαναγκάζονταν διά της πείνας να υποταχθούν, και οποιαδήποτε αντίσταση αντιμετωπιζόταν με βαναυσότητα. Τη δεκαετία του 1930, μεγάλος αριθμός αντρών συλλαμβάνονταν από την Κα-Γκε-Μπε (Σοβιετική Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας), συνήθως τη νύχτα, μέχρι που τελικά σε πολλά χωριά απέμειναν ελάχιστοι άντρες. Έτσι έχασα τον πατέρα μου το 1938, όταν ήμουν 14 ετών, και έκτοτε ούτε τον ξαναείδα ούτε ξανάκουσα κάτι για αυτόν. Δύο χρόνια αργότερα, συνελήφθη και ο μεγαλύτερος αδελφός μου.

Το 1941, τα στρατεύματα του Χίτλερ είχαν ήδη καταλάβει την Ουκρανία. Για εμάς, αυτό σήμαινε απελευθέρωση από το κομμουνιστικό καθεστώς. Εντούτοις, οχτώ οικογένειες Εβραίων που ζούσαν στο χωριό μας εξαφανίστηκαν ξαφνικά. Όλα εκείνα τα βιώματα άφησαν πολλά ερωτήματα στο μυαλό μου. Γιατί συνέβησαν αυτά τα πράγματα;

Η Εντιμότητα μου Σώζει τη Ζωή

Το 1943, τα γερμανικά στρατεύματα υποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους τις περισσότερες από τις γερμανικές οικογένειες​—περιλαμβανομένων και των μελών που απέμειναν από τη δική μου οικογένεια—​για να υποστηρίξουν την πολεμική προσπάθεια. Εκείνον τον καιρό, με είχαν ήδη επιστρατεύσει και με είχαν στείλει στα γερμανικά Ες-Ες (την επίλεκτη φρουρά του Χίτλερ) στη Ρουμανία. Ένα απλό περιστατικό που συνέβη τότε άσκησε μεγάλη επίδραση στη ζωή μου.

Ο λοχαγός της μονάδας μου ήθελε να δοκιμάσει την εντιμότητά μου. Μου είπε να πάω τη στολή του στο καθαριστήριο. Μέσα σε μία τσέπη, είχε βάλει κάποια χρήματα, τα οποία και βρήκα. Όταν του τα επέστρεψα, μου είπε ότι δεν είχε αφήσει τίποτα στη στολή. Εγώ επέμεινα ότι βρήκα τα χρήματα στην τσέπη του. Λίγο αργότερα, έγινα βοηθός του και μου ανέθεσε να διεκπεραιώνω τη γραφική εργασία, να διορίζω τους φύλακες και να διαχειρίζομαι τα χρήματα της μονάδας μας.

Ένα βράδυ, ο ρωσικός στρατός αιχμαλώτισε όλη τη μονάδα εκτός από εμένα. Εγώ είχα μείνει πίσω για να τελειώσω κάποια δουλειά του λοχαγού. Από όσο ξέρω, ήμουν ο μόνος που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος, και αυτό συνέβη επειδή λόγω της εντιμότητάς μου είχα διοριστεί σε εκείνη την ειδική θέση. Ειδάλλως, θα είχα αιχμαλωτιστεί και εγώ.

Έτσι λοιπόν, το 1944, βρέθηκα ξαφνικά να έχω άδεια μέχρι νεωτέρας ειδοποίησης. Γύρισα στο σπίτι για να δω τη μητέρα μου. Ενόσω περίμενα να μου πουν πού θα με στείλουν, δούλευα ως βοηθός χτίστη, και αυτή η εκπαίδευση αποδείχτηκε πολύτιμη αργότερα. Τον Απρίλιο του 1945, τα αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη μας κοντά στο Μαγδεμβούργο. Έναν μήνα αργότερα ο πόλεμος έληξε επισήμως. Ήμασταν ζωντανοί. Το μέλλον μας φαινόταν λαμπρό.

Κάποια μέρα του Ιουνίου, ακούσαμε μια ανακοίνωση από τον ντελάλη της πόλης: «Χθες το βράδυ τα αμερικανικά στρατεύματα αποχώρησαν, και τα ρωσικά στρατεύματα θα φτάσουν σήμερα στις 11:00 π.μ.». Η καρδιά μας παρέλυσε όταν συνειδητοποιήσαμε ότι ήμασταν ξανά παγιδευμένοι σε κομμουνιστική ζώνη. Αμέσως, ο ξάδελφός μου και εγώ αρχίσαμε να σχεδιάζουμε τη διαφυγή μας. Στα μέσα του καλοκαιριού, είχαμε ήδη περάσει στην αμερικανική ζώνη. Κατόπιν, το Νοέμβριο, με ιδιαίτερη δυσκολία και μεγάλο κίνδυνο, μπήκαμε ξανά στο ρωσικό τμήμα και φέραμε κρυφά τις οικογένειές μας στην άλλη πλευρά των συνόρων.

«Άκουσε Πολύ Προσεκτικά και Σύγκρινε»

Εγκατασταθήκαμε στην τότε Δυτική Γερμανία. Με τον καιρό, ανέπτυξα αγάπη για την Αγία Γραφή. Τις Κυριακές, πήγαινα στο δάσος για να τη διαβάσω, αλλά τα όσα διάβαζα μου φαίνονταν πολύ περίεργα και παρωχημένα. Πήγαινα επίσης στο κατηχητικό καθώς προετοιμαζόμουν για να βαφτιστώ ως Μενονίτης. Συγκλονίστηκα όταν βρήκα στο βιβλίο του κατηχητικού τη δήλωση: «Ο Πατέρας είναι Θεός, ο Γιος είναι Θεός και το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός», και κατόπιν την ερώτηση: «Μήπως υπάρχουν τρεις Θεοί;» Στη συνέχεια υπήρχε η απάντηση: «Όχι, αυτοί οι τρεις είναι ένας». Ρώτησα τον ιερέα πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Εκείνος απάντησε: «Νεαρέ, δεν πρέπει να σκέφτεσαι τόσο βαθιά γύρω από αυτά τα πράγματα. Μερικοί έχασαν το μυαλό τους από το πολύ ψάξιμο». Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, αποφάσισα να μη βαφτιστώ.

Μερικές μέρες αργότερα, άκουσα κάποιον άγνωστο να μιλάει στην ξαδέλφη μου. Γεμάτος περιέργεια, μπήκα και εγώ στη συζήτηση και του υπέβαλα μερικές ερωτήσεις. Τότε δεν το ήξερα, αλλά εκείνος ο άγνωστος ήταν ο Έριχ Νικολάιτσιγκ, επιζών από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Βέβελσμπουργκ. Με ρώτησε αν ήθελα να κατανοήσω τη Γραφή. Όταν είπα ναι, με διαβεβαίωσε ότι όλα όσα θα με δίδασκε θα τα αποδείκνυε από τη δική μου Γραφή.

Έπειτα από λίγες μόνο επισκέψεις, ο Έριχ με προσκάλεσε σε μια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, η οποία πιστεύω ότι ήταν μία από τις πρώτες που οργανώθηκαν μεταπολεμικά. Εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ και έγραφα κάθε εδάφιο που διάβαζαν ή ανέφεραν οι ομιλητές. Σύντομα αντιλήφθηκα ότι η γνώση των διδασκαλιών της Γραφής συνεπάγεται ορισμένες ευθύνες, και έτσι αποφάσισα να σταματήσω τη μελέτη μου. Δυσκολευόμουν επίσης να καταλάβω ότι αληθινή θρησκεία μπορεί να είναι μόνο μία. Όταν ο Έριχ είδε ότι ήμουν αποφασισμένος να επιστρέψω στην παλιά μου εκκλησία, μου έδωσε την εξής συμβουλή: «Άκουσε πολύ προσεκτικά και σύγκρινε».

Χρειάστηκαν μόνο δύο επισκέψεις στους ιερείς μου για να αντιληφθώ ότι δεν ήξεραν για ποιο πράγμα μιλούσαν και ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να έχουν την αλήθεια. Έγραψα σε κάποιους κληρικούς θέτοντάς τους Γραφικές ερωτήσεις. Ένας απάντησε: «Δεν έχεις δικαίωμα να ερευνάς τις Γραφές επειδή δεν είσαι αναγεννημένος».

Κάποια κοπέλα με την οποία είχα αισθηματική σχέση με ανάγκασε να κάνω μια δύσκολη επιλογή. Αυτή ήταν μέλος μιας αίρεσης αναγεννημένων Μενονιτών. Υποκύπτοντας στην πίεση της οικογένειάς της, οι οποίοι μισούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, μου είπε ότι αν δεν ξεχνούσα αυτή την καινούρια θρησκεία, δεν θα ξαναβλεπόμασταν. Στο μεταξύ, η αλήθεια είχε γίνει τόσο ξεκάθαρη για εμένα ώστε ήξερα πως υπήρχε μόνο μία σωστή επιλογή​—τερμάτισα τη σχέση μου μαζί της.

Σύντομα ο Έριχ με επισκέφτηκε ξανά. Μου είπε ότι προγραμματιζόταν βάφτισμα για την επόμενη εβδομάδα και με ρώτησε αν θα ήθελα να βαφτιστώ. Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δίδασκαν την αλήθεια και ήθελα να υπηρετώ τον Ιεχωβά Θεό. Γι’ αυτό, δέχτηκα την πρόσκλησή του και βαφτίστηκα σε μια μπανιέρα το Μάιο του 1948.

Λίγο μετά το βάφτισμά μου, η οικογένειά μου αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Παραγουάη, στη Νότια Αμερική, και η μητέρα μου με ικέτευε να πάω μαζί τους. Εγώ δεν ήθελα επειδή χρειαζόμουν περισσότερη Γραφική μελέτη και εκπαίδευση. Όταν επισκέφτηκα το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Βισμπάντεν, συνάντησα τον Άουγκουστ Πέτερς. Αυτός μου υπενθύμισε την ευθύνη που είχα να φροντίζω την οικογένειά μου. Μου έδωσε επίσης τη νουθεσία: «Ό,τι και αν συμβεί, ποτέ μην ξεχάσεις τη διακονία από πόρτα σε πόρτα. Αν την ξεχάσεις, θα είσαι και εσύ όπως τα μέλη οποιασδήποτε άλλης θρησκείας του Χριστιανικού κόσμου». Μέχρι σήμερα, αναγνωρίζω τη σπουδαιότητα αυτής της συμβουλής και την ανάγκη που υπάρχει να κηρύττω «από σπίτι σε σπίτι», ή αλλιώς από πόρτα σε πόρτα.​—Πράξεις 20:20, 21.

Ένας «Ψευδοπροφήτης» στην Παραγουάη

Λίγο μετά τη συνάντησή μου με τον Άουγκουστ Πέτερς, επιβιβάστηκα σε ένα πλοίο για τη Νότια Αμερική μαζί με την οικογένειά μου. Καταλήξαμε στην περιοχή Γκραν Τσάκο της Παραγουάης, και πάλι σε κοινότητα Μενονιτών. Δύο εβδομάδες μετά την άφιξή μας, έκανα εκείνο το δύσκολο ταξίδι προς το γειτονικό χωριό για να κηρύξω εντελώς μόνος μου. Πολύ γρήγορα διαδόθηκε η φήμη ότι υπήρχε ένας «ψευδοπροφήτης» μεταξύ των νεοαφιχθέντων.

Τότε ήταν που αποδείχτηκε πολύτιμη η εκπαίδευση που είχα λάβει ως χτίστης. Όλες οι οικογένειες μεταναστών χρειάζονταν σπίτια, τα οποία ήταν συνήθως πλινθόκτιστα με αχυροσκεπές. Τους επόμενους έξι μήνες, είχα πολλή δουλειά ως χτίστης και μου δόθηκαν άφθονες ευκαιρίες για να κηρύξω ανεπίσημα. Οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί, αλλά μόλις έχτιζα τους τέσσερις τοίχους τους, χαίρονταν που απαλλάσσονταν από την παρουσία μου.

Στο μεταξύ, τα πλοία της γραμμής έφερναν περισσότερους Μενονίτες πρόσφυγες από τη Γερμανία. Ανάμεσά τους ήταν και μια κοπέλα, η Κατερίνα Σέλενμπεργκ, η οποία είχε κάποια σύντομη επαφή με τους Μάρτυρες και κατάλαβε σχεδόν αμέσως ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Παρότι δεν είχε βαφτιστεί ακόμη, συστηνόταν ως Μάρτυρας του Ιεχωβά ενόσω ήταν στο πλοίο. Γι’ αυτόν το λόγο, δεν της δόθηκε άδεια εισόδου στη γερμανική κοινότητα. Έχοντας μείνει μόνη της στην Ασουνσιόν, την πρωτεύουσα της Παραγουάης, βρήκε εργασία ως οικιακή βοηθός, έμαθε την ισπανική, εντόπισε τους Μάρτυρες και βαφτίστηκε. Τον Οκτώβριο του 1950, αυτή η θαρραλέα κοπέλα έγινε σύζυγός μου. Έχει αποδειχτεί θαυμάσιο στήριγμα και βοήθεια για εμένα σε όλα όσα έχουμε περάσει στο διάβα των ετών.

Μέσα σε λίγο χρόνο, είχα συγκεντρώσει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσω μια άμαξα και δύο άλογα, τα οποία χρησιμοποιούσα στο έργο κηρύγματος, έχοντας πάντα κατά νου τη συμβουλή του αδελφού Πέτερς. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να μας συνοδεύει και η αδελφή μου, η οποία είχε γίνει και αυτή Μάρτυρας του Ιεχωβά. Μαζί, σηκωνόμασταν συχνά στις 4:00 π.μ., ταξιδεύαμε επί τέσσερις ώρες, κηρύτταμε δύο ή τρεις ώρες και κατόπιν γυρίζαμε σπίτι.

Είχα διαβάσει στα έντυπά μας ότι εκφωνούνταν δημόσιες ομιλίες, και γι’ αυτό διευθέτησα να παρουσιαστεί μία. Μη έχοντας παρευρεθεί ποτέ σε συνάθροιση στη Γερμανία, σκέφτηκα από μόνος μου πώς πρέπει να διεξάγεται και μίλησα για τη Βασιλεία του Θεού. Οχτώ άνθρωποι παρακολούθησαν εκείνη τη συνάθροιση, γεγονός που αναστάτωσε τους ιερείς της Μενονιτικής Εκκλησίας. Οργάνωσαν μια εκστρατεία για να μαζέψουν όλα τα Γραφικά έντυπα που είχαμε δώσει στους ανθρώπους, παραγγέλλοντάς τους να μη μας χαιρετούν ποτέ.

Στη συνέχεια, κλήθηκα στο διοικητικό κέντρο του οικισμού και ο επικεφαλής εκεί μαζί με δύο επισκέπτες ιερείς από τον Καναδά μού έκαναν ερωτήσεις επί αρκετές ώρες. Τελικά, ένας από αυτούς είπε: «Νεαρέ, μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις, αλλά θα πρέπει να υποσχεθείς ότι δεν θα μιλάς σε κανέναν για τις πεποιθήσεις σου». Αυτή ήταν μια υπόσχεση την οποία δεν μπορούσα να δώσω. Γι’ αυτό, μου είπαν να φύγω από την κοινότητα επειδή δεν ήθελαν έναν «ψευδοπροφήτη» ανάμεσα σε «πιστούς αδελφούς». Όταν αρνήθηκα, προσφέρθηκαν να πληρώσουν τα μεταφορικά έξοδα για όλη την οικογένεια. Παρέμεινα σταθερός και αρνήθηκα να φύγω.

Εκείνο το καλοκαίρι του 1953, πήγα σε μια συνέλευση στην Ασουνσιόν. Εκεί μίλησα στον Νάθαν Νορ, από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Μου σύστησε να μετακομίσω στην πρωτεύουσα και να συνεργαστώ με τη μικρή ομάδα ιεραποστόλων που είχαν διοριστεί εκεί, ιδιαίτερα εφόσον το κήρυγμά μας στην κοινότητα των Μενονιτών δεν είχε αποφέρει πολλά αποτελέσματα.

Θέτουμε τη Βασιλεία στην Πρώτη Θέση

Εκείνον τον καιρό, υπήρχαν γύρω στους 35 Μάρτυρες μόνο σε όλη την Παραγουάη. Μίλησα στη σύζυγό μου και, παρότι δεν την ενθουσίαζε η ιδέα της μετακόμισης σε μεγάλη πόλη, ήταν πρόθυμη να κάνει μια νέα αρχή. Το 1954, η Κατερίνα και εγώ​—μόνοι μας οι δυο μας, στον ελεύθερο χρόνο μας—​κατασκευάσαμε ένα πλινθόκτιστο σπίτι. Δεν χάσαμε ποτέ συνάθροιση, και τα σαββατοκύριακα μιλούσαμε πάντα στους ανθρώπους για τη Γραφή.

Ένα από τα προνόμιά μου ήταν να συνοδεύω τον επίσκοπο περιοχής, έναν περιοδεύοντα διάκονο, υπηρετώντας ως διερμηνέας του όταν επισκεπτόταν μερικές γερμανόφωνες κοινότητες στην Παραγουάη. Εφόσον δεν ήξερα πολλά ισπανικά, η πρώτη φορά που έκανα διερμηνεία σε ομιλία από την ισπανική στη γερμανική ήταν πιθανότατα ο πιο δύσκολος διορισμός που ανέλαβα ποτέ.

Λόγω της υγείας της συζύγου μου, μεταναστεύσαμε στον Καναδά το 1957. Κατόπιν, το 1963, μετακομίσαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπου και αν έχουμε βρεθεί, προσπαθούμε πάντα να θέτουμε τα συμφέροντα της Βασιλείας πρώτα στη ζωή μας. (Ματθαίος 6:33) Είμαι πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά Θεό για το ότι μου επέτρεψε να μάθω την αλήθεια από το Λόγο του, την Αγία Γραφή, ενόσω ήμουν ακόμη νεαρός. Η πνευματική εκπαίδευση που έλαβα με έχει βοηθήσει με πάρα πολλούς τρόπους σε όλη μου τη ζωή!

Είναι μεγάλο προνόμιο να βοηθάω και άλλους να μάθουν από τη Γραφή τις υπέροχες αλήθειες που μου έχουν φέρει τόση παρηγοριά. Η μεγαλύτερη χαρά μου είναι ότι η Γραφική εκπαίδευση έχει ωφελήσει όλα μου τα παιδιά και τα εγγόνια από τη βρεφική τους ηλικία. Όλα τους ακολουθούν τη συμβουλή του αδελφού Πέτερς, ο οποίος μου είπε πριν από πολύ καιρό: «Ό,τι και αν συμβεί, ποτέ μην ξεχάσεις τη διακονία από πόρτα σε πόρτα».

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]

Η μεγαλύτερη χαρά μου είναι να βλέπω ότι η Γραφική εκπαίδευση έχει ωφελήσει όλα μου τα παιδιά και τα εγγόνια από τη βρεφική τους ηλικία

[Εικόνες στη σελίδα 20, 21]

Η Κατερίνα και εγώ λίγο πριν από το γάμο μας το 1950

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Με το πρώτο μας παιδί στο σπίτι μας στην Παραγουάη, 1952

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Με τη διευρυμένη μου οικογένεια σήμερα

[Ευχαριστίες]

Photo by Keith Trammel © 2000

[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 19]

Photo by Keith Trammel © 2000