«Στον Ποταμό Κόκο, Στρίψε Δεξιά»
Ένα Γράμμα από τη Νικαράγουα
«Στον Ποταμό Κόκο, Στρίψε Δεξιά»
«ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙΣ τετρακίνητο όχημα, ένα βαρούλκο και μερικά επιπλέον μπιτόνια με καύσιμα. Να είσαι προετοιμασμένος για τη λάσπη, η οποία μπορεί να φτάσει μέχρι τον άξονα του αυτοκινήτου. Στον ποταμό Κόκο, στρίψε δεξιά».
Οφείλω να παραδεχτώ ότι τα παραπάνω λόγια ενός άλλου ιεραποστόλου δεν ενίσχυσαν καθόλου την αυτοπεποίθησή μου. Παρ’ όλα αυτά, το πρωί κάποιας Τρίτης άρχισα το ταξίδι μου με σκοπό να παρευρεθώ σε μια Χριστιανική συνέλευση στο Γουαμπλάν, μια κωμόπολη στη βόρεια Νικαράγουα.
Ξεκίνησα το χάραμα με το παλιό αλλά γερό φορτηγό μου και ακολούθησα τον ομαλό Παναμερικανικό Αυτοκινητόδρομο. Στη Χινοτέγα, μπήκα σε έναν χωματόδρομο τον οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν φέο, δηλαδή απαίσιο. Προτού φύγω από την πόλη, είδα δύο καταστήματα—το ένα ονομαζόταν Θαύμα του Θεού και το άλλο Η Ανάσταση.
Η μία στροφή διαδεχόταν την άλλη ενώ οι ανηφόρες και οι κατηφόρες εναλλάσσονταν συνεχώς. Οδηγούσα πολύ αργά μέσα από χαράδρες και φαράγγια. Ο δρόμος με έφερε σε μια μακρόστενη λίμνη, φωλιασμένη σε κάποια κοιλάδα ψηλά σε ένα νεφοσκεπές βουνό. Μέσα στο ομιχλώδες τοπίο, είδα δέντρα περιστοιχισμένα από ορχιδέες και καλυμμένα με βρύα.
Σε μια κλειστή στροφή, παραλίγο να συγκρουστώ με ένα διερχόμενο λεωφορείο που μονοπωλούσε το δρόμο. Από την εξάτμισή του έβγαινε μαύρος καπνός, και τα λάστιχά του εκσφενδόνιζαν πέτρες. Εδώ στη Νικαράγουα, μπορείτε να δείτε γραμμένο καθαρά πάνω στο παρμπρίζ των λεωφορείων το παρατσούκλι του επιθετικού οδηγού: Κατακτητής, Σκορπιός, Πύθωνας ή Κυνηγός.
Το μεσημέρι διέσχιζα την πεδιάδα Παντάσμα. Εκεί, πέρασα δίπλα από ένα ξύλινο σπίτι με χωμάτινη αυλή. Το σκηνικό έμοιαζε με εικόνα παλιού βιβλίου: Ένας γεροντάκος καθόταν σε κάποιο παγκάκι, ένας σκύλος κοιμόταν κάτω από ένα δέντρο και δύο βόδια ήταν ζεμένα σε ένα κάρο με ξύλινους τροχούς. Σε κάποια κωμόπολη, είδα πλήθος παιδιών να βγαίνουν από το σχολείο. Φορώντας μπλε ποδιές, ξεχύθηκαν στον κεντρικό δρόμο σαν κύμα που σκάει σε ανοιχτή παραλία.
Ο ήλιος έκαιγε καθώς πλησίαζα στο Γουιγουιλί και είδα για πρώτη φορά τον ποταμό Κόκο. Η παρουσία του ορμητικού ποταμού στην πόλη ήταν επιβλητική καθώς τα νερά του κυλούσαν ασυγκράτητα. Φέρνοντας στο νου μου τις οδηγίες, έστριψα δεξιά και ακολούθησα τον επικίνδυνο δρόμο των 37 χιλιομέτρων που έφτανε ως το Γουαμπλάν.
Το φορτηγό κινούνταν πάνω σε πέτρες, αυλακιές και εξογκώματα και πέρασε οχτώ με εννιά φορές μέσα από ρυάκια. Προσπαθώντας να αποφύγω τα αυλάκια στην ξεραμένη λάσπη, κατάφερα να δημιουργήσω μια μικρή θύελλα από σκόνη. Ναι, «έφαγα σκόνη», όπως θα έλεγαν οι ντόπιοι. Τελικά, ο δρόμος έφτασε στο τέλος του και βρέθηκα
στον προορισμό μου, το Γουαμπλάν, μέσα στη βαθιά σκιά μιας κατάφυτης κοιλάδας.Από ό,τι φάνηκε, όλοι ήταν στο πόδι από τις 4:30 π.μ. την επόμενη μέρα. Έχοντας ξυπνήσει νωρίτερα εξαιτίας του αδιάκοπου λαλήματος των πετεινών, σηκώθηκα και περπάτησα στον κεντρικό δρόμο. Ο βουνίσιος αέρας ήταν γεμάτος με τη μυρωδιά από τις τορτίγιες που ψήνονταν στους πέτρινους φούρνους.
Στους τοίχους εδώ και εκεί μπορούσε να δει κανείς πολύχρωμες παραδεισιακές σκηνές τις οποίες είχε ζωγραφίσει ένας ντόπιος καλλιτέχνης. Επιγραφές στα πουλπερίας, δηλαδή στα γωνιακά μαγαζάκια, διαφήμιζαν διάφορα ποτά τύπου κόλας. Αφίσες υπενθύμιζαν στους ανθρώπους τις υποσχέσεις των τελευταίων τριών κυβερνήσεων. Πάνω σε τσιμεντόπλακες υπήρχαν παραπήγματα από γυαλιστερή λαμαρίνα.
Ξεκινούσα πρώτος τη συζήτηση με το χαιρετισμό Αντίος, ο οποίος χρησιμοποιείται στη Νικαράγουα. Οι άνθρωποι χαμογελούσαν και μου μιλούσαν εγκάρδια. Συζητούσαμε μεγαλόφωνα εξαιτίας του θορύβου από τα τοπικά μέσα μεταφοράς—του ποδοβολητού των αλόγων και των μουλαριών.
Την Παρασκευή το απόγευμα, έφτασαν κάποιες οικογένειες για τη διήμερη συνέλευση. Ήρθαν με τα πόδια, με άλογα και με φορτηγά. Μερικά αγοράκια και κοριτσάκια είχαν περπατήσει έξι ώρες φορώντας πλαστικά σανδάλια. Ριψοκινδύνεψαν περνώντας από διαβάσεις ποταμών όπου είχαν τοποθετηθεί νάρκες και αψήφησαν τις βδέλλες που υπήρχαν στα ήρεμα νερά. Μερικοί που ήρθαν από μακρινές περιοχές έφεραν μαζί τους λίγο μόνο φαγητό—ρύζι με λαρδί. Γιατί είχαν έρθει όλοι αυτοί;
Είχαν έρθει για να ενισχύσουν την ελπίδα τους σχετικά με ένα καλύτερο μέλλον. Είχαν έρθει για να ακούσουν να εξηγείται η Αγία Γραφή. Είχαν έρθει για να ευαρεστήσουν τον Θεό.
Έφτασε το Σάββατο. Κάτω από μια λαμαρινένια οροφή, το ακροατήριο των 300 και πλέον ατόμων καθόταν σε ξύλινους πάγκους και πλαστικές καρέκλες. Οι μητέρες τάιζαν τα μωρά τους. Στο διπλανό αγρόκτημα, τα γουρούνια γρύλιζαν και οι πετεινοί λαλούσαν.
Η θερμοκρασία ανέβηκε πολύ και σε λίγο η ζέστη έγινε σχεδόν αφόρητη. Ωστόσο, οι παρόντες άκουγαν με αμέριστη προσοχή τις συμβουλές και την καθοδήγηση που δινόταν. Παρακολουθούσαν από τη Γραφή τους όταν οι ομιλητές διάβαζαν εδάφια, έψαλλαν τους βασισμένους σε Γραφικά θέματα ύμνους και άκουγαν με σεβασμό τις προσευχές που αναπέμπονταν εκ μέρους τους.
Μετά το πρόγραμμα, πήγα μαζί με μερικούς άλλους να παίξω κυνηγητό με τα παιδιά. Κατόπιν ανασκοπήσαμε τις σημειώσεις που είχαν κρατήσει οι νεαροί. Τους έδειξα στο κομπιούτερ μου εικόνες από άστρα και γαλαξίες. Τα παιδιά χαμογελούσαν και οι γονείς τους ήταν χαρούμενοι.
Πριν καλά καλά το καταλάβουμε, η συνέλευση τελείωσε και όλοι έπρεπε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Εγώ έφυγα το επόμενο πρωί, με τη διάνοιά μου γεμάτη γλυκές αναμνήσεις και την καρδιά μου να ξεχειλίζει από αγάπη για τους καινούριους μου φίλους. Είμαι αποφασισμένος να τους μιμηθώ και να μάθω πώς να είμαι αυτάρκης και να προσμένω τον Θεό.
[Εικόνες στη σελίδα 17]
Κάποιες οικογένειες ταξίδεψαν πολλά χιλιόμετρα για τη συνέλευση στο Γουαμπλάν