Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Δέχονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά την Παλαιά Διαθήκη;

Δέχονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά την Παλαιά Διαθήκη;

Οι Αναγνώστες μας Ρωτούν

Δέχονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά την Παλαιά Διαθήκη;

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού και δέχονται τόσο την Παλαιά Διαθήκη όσο και την Καινή Διαθήκη ως αναπόσπαστα μέρη του. Εντούτοις, προτιμούν να χρησιμοποιούν τους προσδιορισμούς «Εβραϊκές Γραφές» και «Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές», οι οποίοι είναι πιο κατάλληλοι, εφόσον η εβραϊκή και η ελληνική αποτελούν τις κύριες γλώσσες στις οποίες γράφτηκαν αρχικά η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη.

Από την άλλη πλευρά, μερικοί οι οποίοι ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί δεν είναι πρόθυμοι να δεχτούν την Παλαιά Διαθήκη. Λένε ότι αυτή παρουσιάζει έναν οργισμένο Θεό ο οποίος νομιμοποιούσε πολέμους, φόνους και ενέργειες που είναι δύσκολο να εναρμονιστούν με τον πάνστοργο Θεό των ηθικών αρχών ο οποίος αποκαλύπτεται στην Καινή Διαθήκη. Ή, κάνουν το συλλογισμό ότι, εφόσον η Παλαιά Διαθήκη ασχολείται ως επί το πλείστον με την Ιουδαϊκή θρησκεία, δεν αφορά τους Χριστιανούς. Εντούτοις, δεδομένης της εντολής του Θεού που βρίσκεται στο εδάφιο Δευτερονόμιο 12:32, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να προστεθεί κάτι στο λόγο του ούτε να αφαιρεθεί, είναι άραγε τα προαναφερθέντα βάσιμοι λόγοι για να απορρίπτουμε περίπου τα τρία τέταρτα της Αγίας Γραφής;

Κάποια στιγμή το 50 Κ.Χ., όταν ο Χριστιανός απόστολος Παύλος επισκέφτηκε τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, «συζητούσε μαζί τους λογικά από τις Γραφές, εξηγώντας και αποδεικνύοντας με παραθέσεις ότι ήταν απαραίτητο να υποφέρει ο Χριστός και να αναστηθεί από τους νεκρούς». (Πράξεις 17:1-3) Μερικοί από τους ακροατές του έγιναν Χριστιανοί, και ο Παύλος αργότερα τους επαίνεσε λέγοντας: «Όταν λάβατε το λόγο του Θεού, τον οποίο ακούσατε από εμάς, τον δεχτήκατε, όχι ως το λόγο ανθρώπων, αλλά, όπως είναι αληθινά, ως το λόγο του Θεού». (1 Θεσσαλονικείς 2:13) Τον καιρό της επίσκεψής του, από τα 27 βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών είχε γραφτεί, από ό,τι φαίνεται, μόνο το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Συνεπώς οι «Γραφές» που χρησιμοποίησε ο Παύλος για να αποδείξει «με παραθέσεις» ήταν προφανώς κείμενα από τις Εβραϊκές Γραφές.

Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρέπεμψαν άμεσα σε κείμενα των Εβραϊκών Γραφών περίπου 320 φορές και έμμεσα αρκετές ακόμη εκατοντάδες φορές. Γιατί; «Διότι όλα όσα γράφτηκαν παλιότερα γράφτηκαν για την εκπαίδευσή μας, ώστε, μέσω της υπομονής μας και μέσω της παρηγοριάς από τις Γραφές, να έχουμε ελπίδα». (Ρωμαίους 15:4) Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι όσοι δέχονται σήμερα ολόκληρη την Αγία Γραφή ωφελούνται πολύ.

Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, οι οποίες βασίζονται στο θεμέλιο που τέθηκε από τις Εβραϊκές Γραφές, αποτελούν λογική συνέχεια του Λόγου του Θεού ο οποίος διαμορφώθηκε από τη σταδιακή αποκάλυψη των σκοπών του Θεού. Δεν μειώνουν επ’ ουδενί την αξία των Εβραϊκών Γραφών. Ο Χέρμπερτ Χ. Φάρμερ, καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, υποστηρίζει ότι τα Ευαγγέλια «δεν μπορούν να κατανοηθούν χωριστά από τα όσα προηγήθηκαν στην ιστορία του λαού της προγενέστερης διαθήκης, όπως μας παρουσιάζονται αυτά στην Παλαιά Διαθήκη».

Ο Λόγος του Θεού δεν χρειάζεται αναθεώρηση. Παρ’ όλα αυτά, «ο δρόμος των δικαίων είναι σαν το λαμπρό φως που γίνεται όλο και πιο φωτεινό ώσπου να γίνει τέλεια η ημέρα». (Παροιμίες 4:18) Προσθέτοντας τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές στο Βιβλικό κανόνα, ο Θεός έριξε αυξημένο φως στην επεξεργασία του σκοπού του, χωρίς να μειώσει την αξία των Εβραϊκών Γραφών. Όλες μαζί ανήκουν στα «λόγια του Ιεχωβά [που] διαμένουν για πάντα».​—1 Πέτρου 1:24, 25.