Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Τη Μέρα που Λύθηκε η Μαύρη Ζώνη

Τη Μέρα που Λύθηκε η Μαύρη Ζώνη

Ένα Γράμμα από την Γκάνα

Τη Μέρα που Λύθηκε η Μαύρη Ζώνη

ΔΕΝ είναι όπως τον φανταζόμουν. Φορώντας τη λευκή, βαμβακερή στολή του με μια φαρδιά μαύρη ζώνη δεμένη καλά γύρω από τη λεπτή του μέση, παίρνει στάση μάχης, με χέρια άκαμπτα και σε ετοιμότητα και πόδια γυμνά και σε διάσταση. Το πρόσωπό του είναι σφιγμένο, το μέτωπό του συνοφρυωμένο από την αυτοσυγκέντρωση. Τα μάτια του είναι μισόκλειστα, γεμάτα ένταση, απειλητικά​—δίχως το παραμικρό ίχνος ηπιότητας που θα πρόδιδε αδυναμία.

Ξαφνικά, με μια δυνατή κραυγή, κάνει την κίνησή του. «Χάι!» Το χέρι του σκίζει αστραπιαία τον αέρα. Χς! Μια χοντρή σανίδα σπάζει με δυνατό κρότο και πέφτει στο έδαφος. Τώρα κινείται και πάλι​—αυτή τη φορά ίπταται με μια περιστροφή, κουνώντας αέρινα τα πόδια και τα χέρια του για να καταφέρει εύστοχα χτυπήματα στον αιφνιδιασμένο αντίπαλο. Θα μπορούσε στ’ αλήθεια αυτός να είναι ο άνθρωπος που έχει ζητήσει Γραφική μελέτη;

Κάνω ένα βήμα μπροστά απλώνοντας το χέρι μου. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Κότζο. Έμαθα ότι θα ήθελες να μελετήσεις τη Γραφή». Εκείνος αρπάζει το χέρι μου και χαμογελάει πλατιά, με πρόσωπο ζεστό και φιλικό. Τα μάτια του δεν αποπνέουν πλέον ένταση και απειλή​—είναι γεμάτα περιέργεια. «Ναι, θα το ήθελα πολύ», απαντάει. «Πότε ξεκινάμε;»

Καθόμαστε με τις Γραφές και τα βοηθήματα μελέτης μας σε μια μικρή βεράντα του σπιτιού του. Εδώ είναι πιο δροσερά, πιο ήσυχα, και μπορούμε να είμαστε μόνοι. Είμαστε τρεις: ο Κότζο, εγώ και το πιθηκάκι του. Πρόκειται για ένα μικρό ζωάκι, με μόλις 35 εκατοστά ύψος, που έχει το κεφάλι του καλυμμένο με κοκκινωπό τρίχωμα και μια τούφα άσπρα γένια, τα οποία το κάνουν να δείχνει αστείο και σκανταλιάρικο. Έτσι χαριτωμένο, παιχνιδιάρικο και υπερβολικά αδιάκριτο, το πιθηκάκι κυκλοφορεί ελεύθερα, περπατώντας πάνω στα χαρτιά μας, αρπάζοντας τους στυλούς μας και ψαχουλεύοντας τις τσέπες των πουκαμίσων μας για να βρει καλούδια. Όπως ένας γονιός που είναι συνηθισμένος στο θόρυβο και στις αταξίες των μικρών παιδιών του, έτσι και ο Κότζο αγνοεί τους περισπασμούς και συγκεντρώνεται στο μάθημα. Οι πολλές ερωτήσεις που κάνει μου δείχνουν ότι είναι σκεπτόμενο άτομο με λαχτάρα για μάθηση. Ίσως να έχει διδαχτεί από το καράτε να είναι επιφυλακτικός και προσεκτικός, διότι δεν δέχεται τίποτα χωρίς να πειστεί και να έχει αποδείξεις από τις Γραφές.

Η μελέτη μας σημειώνει καλή πρόοδο. Με τον καιρό, όμως, βλέπω μια άλλη μάχη να βρίσκεται σε εξέλιξη, μια πάλη βαθιά μέσα του η οποία εντείνεται. «Το μόνο πράγμα που αγαπάω σε αυτόν τον κόσμο είναι οι πολεμικές τέχνες», μου λέει. Στην καρδιά αυτού του αθλητή βλέπω πάθος για μάχη, αφοσίωση στην τέχνη την οποία έχει αναπτύξει και τελειοποιήσει. Στα 26 του χρόνια όχι μόνο αγαπάει το καράτε αλλά είναι και καλός σε αυτό, έχοντας ανέλθει στο επίπεδο της μαύρης ζώνης, διάκριση που λίγοι έχουν κατακτήσει ή θα κατακτήσουν ποτέ.

Δεν είμαι βέβαιος για το τι θα κάνει ο Κότζο. Έχω την αίσθηση ότι συνειδητοποιεί πως το να είναι αθλητής του καράτε, τραυματίζοντας άλλους με τα χέρια και τα πόδια του, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη συμπόνια, την τρυφερότητα και το ενδιαφέρον που χαρακτηρίζουν την αγάπη μεταξύ των αληθινών Χριστιανών. Εντούτοις, ξέρω ότι η Γραφική αλήθεια έχει μαλακώσει την καρδιά σκληρότερων ανθρώπων. Αν έχει σωστή κατάσταση καρδιάς, ο Κότζο σταδιακά θα γίνει πιο ήπιος, πιο μειλίχιος υπό την επίδραση της δύναμης του Λόγου του Θεού. Πρέπει να έχω υπομονή.

Κάποιο αποπνικτικό απόγευμα, καθώς τελειώνουμε σχεδόν τη μελέτη μας, διαβάζουμε ένα Γραφικό εδάφιο το οποίο συγκλονίζει τον Κότζο όπως το δυνατό λάκτισμα ενός αντιπάλου. «Ο Ιεχωβά εξετάζει τον δίκαιο καθώς και τον πονηρό, και εκείνον που αγαπάει τη βία τον μισεί η ψυχή του», διαβάζει. (Ψαλμός 11:5) «Εκείνον που αγαπάει τη βία», επαναλαμβάνει χαμηλόφωνα. Τα σκούρα καστανά μάτια του, τα άλλοτε αποφασιστικά και ανυποχώρητα, αρχίζουν να μαλακώνουν. Με κοιτάζει κατάματα και χαμογελάει αργά. «Πήρα την απόφασή μου».

Ο Κότζο και εγώ ασχολούμαστε τώρα με το έργο που αγαπάμε περισσότερο​—είμαστε εθελοντές δάσκαλοι και παρέχουμε δωρεάν Γραφική διδασκαλία σε όσους είναι διατεθειμένοι να ακούσουν. Σήμερα το πρωί έχουμε ραντεβού να επισκεφτούμε έναν νεαρό ονόματι Λουκ.

Για να πάμε στο σπίτι του, παίρνουμε το συνωστισμένο και πολυσύχναστο δρόμο μέσα από την αγορά. Εκατοντάδες πάγκοι και μικροπωλητές είναι παραταγμένοι στις άκρες του δρόμου με τα αγαθά τους: σωρούς από κόκκινες και πράσινες πιπεριές, καλάθια με γινωμένες ντομάτες, στοίβες από μπάμιες, καθώς επίσης ραδιόφωνα, ομπρέλες, πλάκες σαπουνιού, περούκες, μαγειρικά σκεύη και σωρούς από μεταχειρισμένα παπούτσια και ρούχα. Κορίτσια τριγυρίζουν πουλώντας ζεστό πικάντικο φαγητό σε μεγάλες αλουμινένιες γαβάθες τις οποίες ισορροπούν με χάρη στο κεφάλι τους. Ανοίγουν με επιτηδειότητα δρόμο μέσα από το πλήθος, δελεάζοντας τους πεινασμένους πελάτες με νόστιμες σούπες και μαγειρευτά φαγητά με καρυκευμένα καπνιστά ψάρια, καβούρια και σαλιγκάρια. Σκυλιά, κατσίκια και κότες που κακαρίζουν κυκλοφορούν ανάμεσα στα πόδια μας. Ακούγονται διαπεραστικοί ήχοι από ραδιόφωνα, κορναρίσματα και ανθρώπους που φωνάζουν.

Ακολουθούμε το χωματόδρομο που οδηγεί μακριά από τη φασαρία της πόλης και φτάνουμε σε ένα παλιό κτίσμα στο οποίο υπάρχει η ξεθωριασμένη πινακίδα: «Το Στέκι του Μακρινού Ταξιδιού». Ο Λουκ, ένας λεπτοκαμωμένος νεαρός μεταξύ 20 και 25 ετών, στέκεται στο κατώφλι της πόρτας και μας προσκαλεί μέσα για λίγη σκιά από τον ήλιο. Ο χώρος του είναι γεμάτος σακιά και κουτιά με αποξηραμένα βότανα και ρίζες, φύλλα δεμένα μεταξύ τους με σπάγκους και χοντρά κομμάτια από φλοιούς δέντρων​—όλα ανήκουν στην ηλικιωμένη θεία του Λουκ η οποία είναι βοτανοθεραπεύτρια. Τα γιατροσόφια της​—σκόνες και εκχυλίσματα ειδικής παρασκευής—​αντανακλούν συσσωρευμένη γνώση πολλών γενεών και εγγυώνται θεραπεία από κάθε λογής πάθηση. Ο Λουκ μάς περιμένει. Έχει κάνει χώρο παραμερίζοντας μερικά αντικείμενα και έχει τοποθετήσει τρία ξύλινα σκαμνιά. Καθόμαστε κολλητά ο ένας στον άλλον και αρχίζουμε το μάθημά μας από τη Γραφή.

Ο Κότζο είναι ο δάσκαλος του Λουκ. Εγώ απλώς κάθομαι και ακούω καθώς οι δύο νεαροί συζητούν την απάντηση της Γραφής σχετικά με το γιατί υπάρχουν τόσο πολλά παθήματα στη γη. Όταν ο Κότζο προσφέρεται να βοηθήσει τον Λουκ να βρει ένα Γραφικό εδάφιο, εγώ παρακολουθώ καθώς τα δυνατά του χέρια γυρίζουν απαλά τις λεπτές σελίδες μέχρι να το βρει. Και τότε ξαφνικά θυμάμαι ότι δεν πάει πολύς καιρός που αυτά τα χέρια ήταν χέρια αθλητή πολεμικών τεχνών. Με τη δύναμη του Λόγου του Θεού, βαθιά ριζωμένα αρνητικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι τόσο κοινά σε αυτόν τον χωρίς αρχές κόσμο, μετατρέπονται στις θετικές ιδιότητες της συμπόνιας και της αγάπης. Δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερο επίτευγμα.

Επιστρέφοντας, πλησιάζουμε έναν κύριο που κάθεται κάτω από τη σκιά ενός δέντρου μάνγκο. Αυτός ακούει ήρεμα καθώς ο Κότζο ανοίγει τη Γραφή και διαβάζει ένα εδάφιο. Όταν συνειδητοποιεί ότι είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά, πετάγεται όρθιος. «Δεν σας συμπαθώ καθόλου εσάς!» φωνάζει θυμωμένα. Για μια στιγμή, ο Κότζο φουντώνει. Μετά τον βλέπω να ηρεμεί και να αποχαιρετά ευγενικά. Κατόπιν απομακρυνόμαστε.

Λίγο πιο πέρα, ο Κότζο γέρνει προς το μέρος μου και ψιθυρίζει: «Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά όταν τα έλεγε αυτά. Ξέρεις τι θα μπορούσα να του είχα κάνει;» «Ξέρω», λέω χαμογελώντας. Χαμογελάει και αυτός και συνεχίζουμε το δρόμο μας.