Ευτυχισμένη και Αισιόδοξη Παρά τη Φτώχεια Της
Ένα Γράμμα από τη Βολιβία
Ευτυχισμένη και Αισιόδοξη Παρά τη Φτώχεια Της
ΚΑΘΩΣ υπηρετώ ως ιεραπόστολος σε μια αναπτυσσόμενη χώρα, μου είναι αδύνατον να συνηθίσω τις εικόνες φτώχειας και απελπισίας γύρω μου. Θα ήθελα να απαλλαχτούν άμεσα όλοι από τα παθήματα. Γνωρίζω, όμως, ότι μόνο η Βασιλεία του Θεού θα λύσει αυτά τα προβλήματα. Ωστόσο, έχω δει επανειλημμένα ανθρώπους που εφαρμόζουν το Λόγο του Θεού να βρίσκουν ευτυχία παρά την οικτρή τους κατάσταση. Η Σαμπίνα είναι μια τέτοια περίπτωση.
Πριν από χρόνια, η Σαμπίνα, με τα δυο μωρά της αγκαλιά, είδε τον άντρα της να ανεβαίνει σε ένα παλιό λεωφορείο προς αναζήτηση πιο προσοδοφόρας εργασίας σε άλλη χώρα. Ο καιρός κυλούσε—οι μήνες έγιναν χρόνια—και εκείνη τον περίμενε να γυρίσει, αλλά αυτός δεν επέστρεψε ποτέ. Αφότου έφυγε ο άντρας της, η Σαμπίνα παλεύει καθημερινά για να συντηρήσει τον εαυτό της και τις κόρες της, τη Μιλένα και την Γκίλιαν.
Γνώρισα τη Σαμπίνα ένα απόγευμα, την ώρα που εξυπηρετούσε υπομονετικά κάποιους απαιτητικούς πελάτες στο κατάστημα της αδελφής της. Βλέποντας τα κουρασμένα μάτια της Σαμπίνα, κατάλαβα ότι δούλευε σκληρά όλη την ημέρα. Προσφέρθηκα να μελετήσω τη Γραφή με την ίδια και τις κόρες της. «Θα μου άρεσε πολύ», είπε, «αλλά πνίγομαι στη δουλειά. Θα ήθελα, όμως, να μελετήσουν τα κορίτσια μου μαζί σου». Εγώ δέχτηκα. Καθώς η μελέτη των κοριτσιών προχωρούσε, γνώρισα καλύτερα τη Σαμπίνα και συνειδητοποίησα τη δεινή της θέση.
Η μέρα της Σαμπίνα ξεκινάει στις 4:00 π.μ. Ενώ οι κόρες της κοιμούνται στο ένα και μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού τους, εκείνη ανάβει τη φωτιά κάτω από μια μεγάλη, παλιά τσίγκινη κατσαρόλα. Μαγειρεύει τη γέμιση για τις εμπανάντες—τις κρεατόπιτες που πουλάει ώστε να εξοικονομεί τα προς το ζην για την οικογένειά της. Η Σαμπίνα έχει ετοιμάσει το ζυμάρι για αυτές τις νόστιμες κρεατόπιτες αποβραδίς.
Προσεκτικά, η Σαμπίνα φορτώνει ένα δανεικό καρότσι με όλα τα απαραίτητα για την ημέρα—ένα σκίαστρο, μια μικρή γκαζιέρα, μια φιάλη υγραερίου, έναν πάγκο, σκαμνιά, σκεύη και λάδι, καθώς επίσης το κρέας, το ζυμάρι και αρκετά λίτρα σπιτικού φρουτοχυμού.
Στις 6:00 π.μ. η Σαμπίνα και οι δυο κόρες της είναι έτοιμες να φύγουν. Κλειδαμπαρώνουν την πόρτα πίσω τους. Τα πρόσωπά τους είναι ανέκφραστα. Δεν μιλάνε ούτε γελάνε. Μαζεύουν όλο τους το κουράγιο για τη δουλειά που πρέπει να κάνουν. Πολλά πρωινά, από το παράθυρο του ιεραποστολικού μας οίκου, έχω δει να εκτυλίσσονται παρόμοιες σκηνές. Ναι, η Σαμπίνα είναι μια από τις πάμπολλες γυναίκες που φεύγουν από το σπίτι τους άγρια χαράματα για να πουλήσουν
φαγητό και ποτό στους δρόμους της Βολιβίας.Στις 6:30 π.μ., καθώς ο ήλιος ξεπροβάλλει πάνω από το βουνό, η Σαμπίνα και τα κορίτσια της φτάνουν στο πόστο τους. Αμίλητες, ξεφορτώνουν το καρότσι και στήνουν την κινητή κουζίνα τους. Η πρώτη εμπανάντα πέφτει στο ζεματιστό λάδι και αρχίζει να τσιτσιρίζει. Μια γαργαλιστική μυρωδιά διαχέεται στο δροσερό πρωινό αέρα, και προσελκύει γρήγορα πεινασμένους πελάτες.
«Πόσες;» ρωτάει η Σαμπίνα τον πρώτο. Χωρίς να την κοιτάξει, ο νυσταγμένος άντρας τής γνέφει ότι θέλει δύο, και εκείνη του σερβίρει δύο ροδοψημένες, καυτές εμπανάντες. Στη συνέχεια εισπράττει την πενιχρή αμοιβή. Αυτή η δοσοληψία θα επαναληφθεί εκατοντάδες φορές στη διάρκεια της μέρας. Όταν πουλήσουν και την τελευταία εμπανάντα, τα μαζεύουν και γυρίζουν σπίτι. Μολονότι τα πόδια της πονούν από την πρωινή εργασία, η Σαμπίνα συνεχίζει με τη δεύτερη δουλειά της στο κατάστημα της αδελφής της.
Όταν έφτασα στο κατάστημα για την πρώτη Γραφική μελέτη των κοριτσιών της, είχαν ήδη στήσει δυο μικρούς πάγκους σε μια γωνία. Ευθύς εξαρχής, η Μιλένα και η Γκίλιαν, 9 και 7 χρονών τότε, περίμεναν πώς και πώς το κάθε μάθημα και προετοιμάζονταν καλά. Σιγά σιγά αυτά τα ντροπαλά κορίτσια ανοίχτηκαν και μου επέτρεψαν να τα πλησιάσω. Βλέποντάς το αυτό, το ηθικό της Σαμπίνα αναπτερώθηκε. Σύντομα, αποφάσισε ότι παρά το εξοντωτικό της πρόγραμμα θα μελετούσε και εκείνη τη Γραφή μαζί μου.
Όσο αύξανε η γνώση της Σαμπίνα, αύξανε και η αγάπη της για τον Ιεχωβά Θεό. Άρχισε να νιώθει κάτι που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ—ευτυχία! Η άλλοτε κουρασμένη και σκυθρωπή υπαίθρια πωλήτρια έδειχνε τώρα διαφορετική. Περπατούσε με την πλάτη ίσια και το κεφάλι ψηλά, και τα μάτια της έλαμπαν. «Η Σαμπίνα χαμογελάει συνέχεια», παρατήρησε η αδελφή της. «Προηγουμένως δεν χαμογελούσε ποτέ». Και άλλοι πρόσεξαν ότι η Σαμπίνα και οι κόρες της είχαν αλλάξει πολύ. Το πνευματικό κενό που ένιωθε τόσο καιρό γέμιζε σταδιακά.
Η Σαμπίνα απολάμβανε τη μελέτη της, αλλά το απαιτητικό της πρόγραμμα δεν την άφηνε να παρακολουθεί τις Χριστιανικές συναθροίσεις. Τελικά δέχτηκε την πρόσκλησή μου να έρθει στην Αίθουσα Βασιλείας. Έκτοτε, έρχεται ανελλιπώς. Στην εκκλησία, η Σαμπίνα βρήκε αληθινούς φίλους. Διαπίστωσε επίσης ότι ο Ιεχωβά όντως προμηθεύει για όσους τον αγαπούν και κάνουν θυσίες για να τον υπηρετούν.—Λουκάς 12:22-24· 1 Τιμόθεο 6:8.
Η Σαμπίνα ήταν ενθουσιασμένη με τα όσα μάθαινε και είχε την επιθυμία να τα μεταδίδει και σε άλλους, αλλά έλεγε: «Τρέμω στην ιδέα ότι θα κηρύττω δημόσια». Σκεφτόταν: “Πώς θα καταφέρω ποτέ εγώ, μια συνεσταλμένη, αγράμματη γυναίκα, να διδάξω κάποιον άλλον;” Και όμως, η καλοσύνη που της δείχτηκε και το γεγονός ότι η δική της ζωή βελτιώθηκε σε μεγάλο βαθμό την ώθησαν να κάνει αυτό το σπουδαίο βήμα. Αντιλήφθηκε επίσης ότι οι κόρες της την είχαν ως πρότυπο. Άρχισε, λοιπόν, να μιλάει σε άλλους για τα καλά νέα. Οι κόρες της τη μιμήθηκαν με ενθουσιασμό.
Σήμερα, η Σαμπίνα δεν είναι πια όπως άλλες φτωχές γυναίκες που μοχθούν να τα βγάλουν πέρα τη μια καταθλιπτική ημέρα μετά την άλλη. Η οικονομική της κατάσταση δεν έχει αλλάξει και πολύ. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η άποψή της για τη ζωή. Τώρα, ως βαφτισμένη Χριστιανή, μεταδίδει τα καλά νέα για τη Βασιλεία του Θεού—τη μοναδική μόνιμη λύση για τη φτώχεια και την απόγνωση στον κόσμο.—Ματθαίος 6:10.
Είναι 5:00 π.μ., και η Σαμπίνα έχει ετοιμαστεί πάλι να φύγει από το φτωχικό της. Αλλά αυτό το πρωινό δεν θα πουλήσει εμπανάντες. Θα συναντηθεί με κάποιους συγχριστιανούς της για να κάνουν έργο δρόμου. Προσφέροντας εθελοντικά μέρος του χρόνου της κάθε εβδομάδα για να βοηθάει τους άλλους, έχει γίνει ακόμη πιο ευτυχισμένη. Κλειδώνει την πόρτα και, με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, βγαίνει στο δρόμο. Δεν σπρώχνει κάποιο καρότσι, αλλά κουβαλάει μια μεγάλη τσάντα. Μέσα σε αυτήν έχει βάλει τη Γραφή της και τα Γραφικά έντυπα που θα χρησιμοποιήσει για να δώσει ελπίδα σε άλλους. Χαμογελώντας με αυτοπεποίθηση, η Σαμπίνα λέει: «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα κατάφερνα να μιλάω σε άλλους για τη Γραφή», και προσθέτει: «Μου αρέσει πάρα πολύ!»