Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

«Γιατί να Σταματήσει Κανείς Εδώ;»

«Γιατί να Σταματήσει Κανείς Εδώ;»

Ένα Γράμμα από τη Νότια Αφρική

«Γιατί να Σταματήσει Κανείς Εδώ;»

«ΠΕΡΙΟΧΗ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ​—ΛΗΣΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΡΝΕΙΑ», προειδοποιεί η ταμπέλα στο στενό επαρχιακό δρόμο. Βγαίνουμε από την άσφαλτο για να πλησιάσουμε κάποιους που περιμένουν με τα αυτοκίνητά τους κάτω από μια τεράστια διαφημιστική πινακίδα, η οποία δείχνει το δρόμο για ένα κοντινό πολυτελές συγκρότημα ξενοδοχείων και καζίνο. Ακριβά αυτοκίνητα μας προσπερνούν βιαστικά, και είναι αδύνατον να μην προσέξουμε τις απορημένες ματιές των επιβατών από τα παράθυρα. “Γιατί να σταματήσει κανείς εδώ;” φαίνεται να αναρωτιούνται έκπληκτοι.

Σταματάμε το αυτοκίνητο και βγαίνουμε έξω για να συναντήσουμε τους καλοντυμένους ανθρώπους που στέκονται στον ίσκιο της πινακίδας. Η ομάδα μας αποτελείται από άτομα διαφορετικής φυλετικής και εθνικής καταγωγής, θέαμα αρκετά ασυνήθιστο ακόμη και σήμερα στη Νότια Αφρική. Ήρθαμε σε αυτό το μέρος, περίπου 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ, με την ελπίδα να μεταδώσουμε τις Γραφικές αλήθειες στους χωρικούς της περιοχής.

Διεξάγουμε μια σύντομη συνάθροιση στην άκρη του δρόμου εξετάζοντας ένα Γραφικό εδάφιο και κανονίζοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες για το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Κάνουμε μια προσευχή, και επιστρέφουμε στα αυτοκίνητά μας. Σε όλη την πεδιάδα, και ως εκεί που φτάνει το μάτι, προβάλλουν άναρχα δομημένα σπίτια και καλύβες​—κτίσματα μικροσκοπικά σε σύγκριση με τους διάσπαρτους πανύψηλους μαύρους σωρούς από υπολείμματα των ορυχείων λευκόχρυσου. Η φτώχεια που επικρατεί γύρω μας έρχεται σε διαμετρική αντίθεση με τον τεράστιο ορυκτό πλούτο κάτω από τα πόδια μας.

Η σύζυγός μου και εγώ έχουμε έρθει εδώ με δύο επισκέπτες από τη Γερμανία, και οι τέσσερίς μας αρχίζουμε τη μέρα μας κηρύττοντας από σπίτι σε σπίτι. Περίπου το ένα τρίτο των κατοίκων εδώ είναι άνεργοι, γι’ αυτό και τα σπίτια είναι φτωχικά. Πολλά είναι καλύβες από αυλακωτή λαμαρίνα, τοποθετημένη πάνω σε έναν ετοιμόρροπο ξύλινο σκελετό. Η λαμαρίνα στερεώνεται με μεγάλα καρφιά περασμένα μέσα από ισιωμένα καπάκια μπίρας που χρησιμεύουν ως ροδέλες.

Καθώς πλησιάζουμε σε κάθε σπίτι, λέμε δυνατά έναν χαιρετισμό από την αυλόπορτα, και συνήθως μας υποδέχεται η νοικοκυρά. Εκείνοι στους οποίους μιλάμε είναι πρόθυμοι να ακούσουν το άγγελμά μας και κάνουν το παν για να μας περιποιηθούν. Επειδή ο ήλιος χτυπάει τη μεταλλική οροφή, μετατρέπει τα σπίτια σε φούρνους τη μέρα. Οι μεγάλοι στέλνουν τα παιδιά να φέρουν από μέσα καρέκλες και να τις βάλουν κάτω από ένα δέντρο. Μας λένε να καθήσουμε στη σκιά.

Όλη η οικογένεια μαζεύεται και κάθεται σε άβολα σκαμνιά ή σε αναποδογυρισμένα καφάσια. Φωνάζουν ακόμη και τα μικρά παιδιά, από εκεί που παίζουν με τα αυτοσχέδια παιχνίδια τους, για να έρθουν και να ακούσουν. Τους δείχνουμε μερικά εδάφια και ζητάμε από τα παιδιά σχολικής ηλικίας να διαβάσουν από τα Γραφικά μας έντυπα. Σχεδόν όλοι όσοι συναντάμε δέχονται ευχαρίστως τα έντυπά μας, και πολλοί μας λένε να ξαναπάμε.

Το μεσημέρι διακόπτουμε για σάντουιτς και για να πιούμε κάτι δροσερό προτού επισκεφτούμε ξανά όσους είχαμε βρει τις προηγούμενες φορές. Κάνουμε μια πρώτη στάση για να δούμε τον Τζίμι, έναν μετανάστη από τη Μαλάουι ο οποίος εργάζεται σε ένα από τα τοπικά ορυχεία λευκόχρυσου. Επισκεπτόμαστε τον Τζίμι εδώ και κάποιους μήνες. Χαίρεται πάντοτε όταν μας βλέπει, και έχουμε αφιερώσει αρκετό χρόνο συζητώντας μαζί του θέματα από την Αγία Γραφή. Ο Τζίμι είναι παντρεμένος με μια ντόπια από τη φυλή Τσουάνα και έχει δύο χαριτωμένα παιδάκια. Την τελευταία φορά που ήρθαμε δεν τον βρήκαμε στο σπίτι, γι’ αυτό ανυπομονούμε να δούμε πώς είναι.

Καθώς σταματάμε έξω από το φτωχικό του Τζίμι, καταλαβαίνουμε αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο συνήθως άψογος κήπος του είναι απεριποίητος, τα καλαμπόκια του έχουν ξεραθεί και οι κότες του, που σκάλιζαν το ξερό χώμα για να βρουν κάτι να φάνε, έχουν εξαφανιστεί. Η πόρτα είναι κλειδωμένη με μια βαριά αλυσίδα. Κάποια γειτόνισσα βγαίνει να δει τι συμβαίνει. Τη ρωτάμε αν ξέρει πού είναι ο Τζίμι. Μας λέει τα συγκλονιστικά νέα: Ο Τζίμι πέθανε, και η σύζυγός του γύρισε με τα παιδιά στην οικογένειά της.

Θεωρείται αγενές να ανακατεύεται κάποιος σε ξένες υποθέσεις, αλλά εμείς ζητάμε λεπτομέρειες. «Αρρώστησε και πέθανε», μας λέει η γειτόνισσα. «Κυκλοφορούν πολλές αρρώστιες στις μέρες μας. Πεθαίνουν ένα σωρό άνθρωποι». Αν και δεν ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο, δεδομένου ότι σπανίως γίνεται λόγος για αυτά τα ζητήματα, οι ολοένα και περισσότεροι καινούριοι τάφοι στο τοπικό νεκροταφείο επαληθεύουν με θλιβερό τρόπο τα λεγόμενα της γυναίκας. Συζητάμε λίγο μαζί της σχετικά με την ελπίδα της ανάστασης, και έπειτα φεύγουμε με βαριά καρδιά για την επόμενη επίσκεψή μας.

Μπαίνουμε σε άλλο χωριό και φτάνουμε στα τελευταία σπίτια, όπου ένας σωρός με απόβλητα ορυχείου ορθώνεται από το έδαφος. Στρίβουμε σε ένα στενό, στο τέλος του δρόμου. Στον κήπο που συναντούμε, υπάρχει κάποιος βράχος πάνω στον οποίο είναι γραμμένα με έντονο χρώμα τα εξής: «Η αναποφασιστικότητα είναι ο κλέφτης του χρόνου· η αναβλητικότητα είναι ο κύριος συνεργός της». Ο Ντέιβιντ, * ο οποίος έγραψε αυτά τα λόγια, σηκώνει το κεφάλι του από τη μηχανή του παμπάλαιου Φολκσβάγκεν του, ενός Σκαραβαίου. Τυφλωμένος από τον ήλιο που δύει, μας κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια και, όταν μας αναγνωρίζει, ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του ένα τεράστιο χαμόγελο. Οι μοντέρνες χρυσές θήκες των μπροστινών του δοντιών γυαλίζουν στον ήλιο. Σκουπίζει τα χέρια του και έρχεται να μας χαιρετίσει.

«Γεια σας φίλοι μου!» φωνάζει. «Χαθήκατε!» Χαιρόμαστε που ξαναβλέπουμε τον Ντέιβιντ. Ζητάει συγνώμη που δεν μπορούμε να τα πούμε πολλή ώρα σήμερα επειδή, μετά την τελευταία μας επίσκεψη, έπιασε δουλειά και σε λίγο πρέπει να είναι στο ορυχείο. Κατά τη διάρκεια της ζωηρής μας συζήτησης, το χαμόγελο δεν φεύγει από το πρόσωπο του Ντέιβιντ. «Εκείνη τη μέρα που με βρήκατε άλλαξε η ζωή μου!» λέει ενθουσιασμένος. «Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν σήμερα αν δεν είχατε έρθει».

Με αναπτερωμένο ηθικό, φεύγουμε από τον Ντέιβιντ. Καθώς ο ήλιος αρχίζει να βυθίζεται στον ορίζοντα, παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην πεδιάδα​—θολή τώρα καθώς το φως του ήλιου κάνει την αιωρούμενη σκόνη να λαμπυρίζει—​αναρωτιόμαστε πώς θα ακούσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι τα καλά νέα. Καταλαβαίνουμε απόλυτα το νόημα των λόγων του Ιησού: «Ο μεν θερισμός είναι πολύς, αλλά οι εργάτες είναι λίγοι».​—Λουκάς 10:2.

[Υποσημείωση]

^ Το όνομα έχει αλλαχτεί.

[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 17]

Kind permission given by the South African Post Office