Η Ζωή στους Βιβλικούς Χρόνους—Ο Γεωργός
Η Ζωή στους Βιβλικούς Χρόνους—Ο Γεωργός
«[Ο Ιησούς] είπε στους μαθητές του: “Ο μεν θερισμός είναι πολύς, αλλά οι εργάτες είναι λίγοι. Γι’ αυτό, παρακαλέστε τον Κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες στο θερισμό του”».—ΜΑΤΘΑΙΟΣ 9:37, 38.
Ο ΙΗΣΟΥΣ αναφερόταν συχνά στις γεωργικές διαδικασίες και στα γεωργικά εργαλεία για να μεταδώσει σημαντικές διδασκαλίες. (Ματθαίος 11:28-30· Μάρκος 4:3-9· Λουκάς 13:6-9) Γιατί; Επειδή η κοινωνία στην οποία ζούσε ήταν αγροτική. Πολλοί ακροατές του ακολουθούσαν γεωργικές μεθόδους που είχαν μείνει αναλλοίωτες στο διάβα των αιώνων. Καταλάβαιναν τι ήθελε να τονίσει όταν αναφερόταν στις καθημερινές τους ασχολίες. Ο Ιησούς ήταν εξοικειωμένος με τον τρόπο ζωής τους, και όσα τους δίδασκε μιλούσαν στην καρδιά τους.—Ματθαίος 7:28.
Θα εκτιμήσουμε περισσότερο τις παραβολές του Ιησού, καθώς και άλλες Βιβλικές αφηγήσεις, αν μάθουμε λίγα πράγματα για το γεωργό του πρώτου αιώνα—τις καλλιέργειές του, τα εργαλεία του και τις δυσκολίες του.
Παρατηρήστε έναν γεωργό καθώς εργάζεται. Διαβάστε τα εδάφια που αναφέρονται και δείτε τι μπορείτε να μάθετε.
Καιρός Σποράς
Με το χέρι πάνω από τα μάτια του για να τα προστατέψει από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, ο γεωργός στέκεται στο κατώφλι του και οσφραίνεται τον υγρό αέρα. Οι βροχές έχουν μαλακώσει το κατάξερο έδαφος. Έχει έρθει ο καιρός του οργώματος. Φορτώνει, λοιπόν, στον ώμο του ένα ελαφρύ ξύλινο αλέτρι και τραβάει για το χωράφι του.
Λουκάς 9:62) Πρέπει να παραμείνει μέσα στα όρια του δικού του μικρού χωραφιού και να το αξιοποιήσει στο μέγιστο.
Εκεί, βάζει τα βόδια του δίπλα δίπλα, τα ζεύει και με το βούκεντρο τα στρώνει στη δουλειά. Το σιδερένιο υνί εισχωρεί στο σκληρό έδαφος. Δεν αναστρέφει το χώμα, αλλά απλώς το ξύνει, σκάβοντας ένα ρηχό χαντάκι, το αυλάκι (1). Παραπατώντας αριστερά δεξιά, ο γεωργός αγωνίζεται να κάνει ίσια αυλάκια—δεν κοιτάζει ποτέ πίσω, αλλιώς το αλέτρι θα ξεφύγει από την ευθεία. (Όταν πια το χωράφι γεμίσει αυλάκια, είναι έτοιμο για σπορά. Ο γεωργός κρατάει με το ένα χέρι το σακούλι με το κριθάρι, ενώ με το άλλο σκορπίζει αριστερά δεξιά τους πολύτιμους σπόρους (2). Στο χωράφι του υπάρχουν ανόργωτα μονοπάτια, γι’ αυτό προσέχει πολύ να πέφτουν οι σπόροι «στο καλό χώμα».—Λουκάς 8:5, 8.
Μετά τη σπορά έρχεται το σβάρνισμα. Ο γεωργός προσδένει στα βόδια του αγκαθωτά κλαδιά για να τα σύρουν σε όλο το χωράφι του. Σμάρια πουλιών κρώζουν και τσιμπολογούν τους σπόρους, κλέβοντάς τους προτού σκεπαστούν με χώμα. Μετά, ο γεωργός με μια αξίνα (3) κάνει το χώμα αφράτο και ξεριζώνει τα ζιζάνια που θα μπορούσαν να πνίξουν τα βλαστάρια προτού μεστώσουν.—Ματθαίος 13:7.
Καιρός Συγκομιδής
Περνούν μήνες. Η βροχή ποτίζει τη γη. Οι αγροί φαίνονται λευκοί από τα στάχυα του ώριμου κριθαριού που κυματίζουν τώρα κάτω από τον ήλιο.—Ιωάννης 4:35.
Στη διάρκεια του θερισμού, ο γεωργός και η οικογένειά του πνίγονται στη δουλειά. Ο θεριστής κρατάει με το αριστερό του χέρι τα στελέχη των σιτηρών, ενώ με το δεξί τα κόβει με ένα σιδερένιο δρεπάνι (4). Άλλοι μαζεύουν τα σιτηρά, τα κάνουν δεμάτια (5) και τα φορτώνουν στα γαϊδουράκια ή στα κάρα (6) που θα τα μεταφέρουν στο αλώνι του χωριού.
Ο ήλιος λάμπει εκτυφλωτικά το καταμεσήμερο στο γαλανό ουρανό. Η οικογένεια ξαποσταίνει λίγο στον ίσκιο μιας συκιάς. Γελώντας και κουβεντιάζοντας, μοιράζονται το πρόχειρο γεύμα τους: ψωμί, καψαλισμένα σιτηρά, ελιές, ξερά σύκα και σταφίδες. Στο τέλος, σβήνουν τη δίψα τους με νερό της πηγής.—Δευτερονόμιο 8:7.
Σε ένα κοντινό χωράφι, κάποιοι σταχυολογούν τα σιτηρά που έχουν απομείνει (7). Μερικοί είναι φτωχοί και ακτήμονες.—Δευτερονόμιο 24:19-21.
Δευτερονόμιο 25:4) Μυτερές πέτρες και κομμάτια μετάλλου στην κάτω πλευρά της τεμαχίζουν τα στελέχη των σιτηρών.
Αργότερα, ο γεωργός απλώνει τα δεμάτια στο αλώνι του χωριού, μια υπερυψωμένη, επίπεδη επιφάνεια από πατημένο χώμα. Τα βόδια τραβούν μια βαριά σβάρνα διαγράφοντας συνέχεια κύκλους (8). (Ο γεωργός περιμένει να πέσει ο ήλιος και να αρχίσει να φυσάει. (Ρουθ 3:2) Τότε, καθώς σουρουπώνει, μπήγει ένα ξύλινο λιχνιστήρι, ή ένα “φτυάρι για λίχνισμα” (9), κάτω από τα αλωνισμένα δεμάτια και τα πετάει στον αέρα. (Ματθαίος 3:12) Οι σπόροι, που είναι βαρείς, πέφτουν στο αλώνι, ενώ το άχυρο, που είναι ελαφρύτερο, παρασύρεται από τον άνεμο. Ο γεωργός χρησιμοποιεί το λιχνιστήρι του ξανά και ξανά, ώσπου λιχνίζει όλα τα σιτηρά.
Μόλις χαράξει, η γυναίκα και οι κόρες του αρχίζουν το κοσκίνισμα (10), για να ξεχωρίσουν τους σπόρους από τα χαλίκια. Το κριθάρι πέφτει μέσα σε καλάθια, ενώ τα άχρηστα υλικά πετιούνται. Η σοδειά είναι πλούσια. Εργάτες αποθηκεύουν ένα μέρος από το κριθάρι σε πιθάρια (11), ενώ το υπόλοιπο σε λάκκους.
Στο αλώνι, ο γεωργός ορθώνει τη ράχη του, τεντώνει τους κουρασμένους μυς του και αγναντεύει τους αγρούς γύρω από το χωριό. Κοιτάζει με ικανοποίηση τα κιτρινωπά χωράφια που είναι καλυμμένα από τα καλάμια των σιτηρών—σημάδι ότι έχουν προηγηθεί μέρες κοπιαστικής δουλειάς. Παρατηρεί τους εργάτες στα αμπέλια και στα περιβόλια με τις ελιές, τις ροδιές και τις συκιές. Εκεί κοντά, κάποιος γείτονας τον χαιρετάει κουνώντας το χέρι του, καθώς σκαλίζει ένα μικρό μποστάνι από το οποίο θα πάρει αγγούρια, φακές, κουκιά, πράσα, ρεβίθια και κρεμμύδια. Ο γεωργός σταματάει για λίγο, σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό και κάνει μια σύντομη, εγκάρδια προσευχή, ευχαριστώντας τον Θεό για τα καλά Του δώρα.—Ψαλμός 65:9-11.
[Εικόνες στις σελίδες 28-30]
(Βλέπε έντυπο)