Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Να Μιμείστε την Πίστη Τους

«Όπου Πας Εσύ θα Πάω και Εγώ»

«Όπου Πας Εσύ θα Πάω και Εγώ»

Η ΡΟΥΘ βάδιζε στο πλάι της Ναομί καθώς διέσχιζαν τα ανεμοδαρμένα υψίπεδα του Μωάβ. Ήταν πια ολομόναχες, δυο μικροσκοπικές φιγούρες μέσα στην απέραντη ερημιά. Φανταστείτε τη Ρουθ να παρατηρεί ότι οι απογευματινές σκιές είχαν μακρύνει και, κοιτώντας την πεθερά της, να αναρωτιέται αν είχε φτάσει η ώρα να βρουν πού θα διανυκτερεύσουν. Αγαπούσε πάρα πολύ τη Ναομί και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τη φροντίσει.

Η καρδιά της καθεμιάς ήταν βαριά σαν πέτρα από τη θλίψη. Παρότι η Ναομί είχε χηρέψει εδώ και χρόνια, πενθούσε για πιο πρόσφατες απώλειες​—για το θάνατο των δυο γιων της, του Χελαιών και του Μααλών. Και η Ρουθ ένιωθε θλίψη. Ο Μααλών ήταν σύζυγός της. Αυτή και η Ναομί κατευθύνονταν στον ίδιο προορισμό, τη Βηθλεέμ του Ισραήλ. Από μια άποψη, όμως, οι δρόμοι τους διέφεραν. Η Ναομί γύριζε στην πατρίδα της. Η Ρουθ όδευε προς το άγνωστο, αφήνοντας πίσω τους συγγενείς, τον τόπο της και όλα του τα έθιμα​—μαζί και τους θεούς του.​—Ρουθ 1:3-6.

Γιατί θα έκανε μια νέα γυναίκα αυτή την τόσο ριζική αλλαγή; Πού θα έβρισκε η Ρουθ το κουράγιο να γυρίσει σελίδα στη ζωή της αλλά και να φροντίσει τη Ναομί; Μαζί με τις απαντήσεις, θα ανακαλύψουμε πολλά αξιομίμητα χαρακτηριστικά στην πίστη της Ρουθ της Μωαβίτισσας. Κατ’ αρχάς, ας δούμε πώς κατέληξαν αυτές οι δύο γυναίκες να κάνουν το μακρύ ταξίδι προς τη Βηθλεέμ.

Η Συμφορά Διαλύει μια Οικογένεια

Η Ρουθ μεγάλωσε στον Μωάβ, μια μικρή χώρα στα ανατολικά της Νεκράς Θαλάσσης, γεμάτη οροπέδια με αραιή βλάστηση τα οποία τέμνονταν από βαθιά φαράγγια. Η «περιοχή του Μωάβ» είχε αποδειχτεί πολλές φορές εύφορη γη, ακόμη και όταν η πείνα μάστιζε τον Ισραήλ. Μάλιστα, με αυτή την αφορμή γνώρισε η Ρουθ τον Μααλών και την οικογένειά του.​—Ρουθ 1:1.

Μια πείνα στον Ισραήλ έπεισε το σύζυγο της Ναομί, τον Ελιμέλεχ, ότι έπρεπε να ξενιτευτεί με τη γυναίκα του και τους δυο γιους του και να εγκατασταθούν όλοι ως πάροικοι στον Μωάβ. Αυτή η μετακίνηση πρέπει να δοκίμασε την πίστη του καθενός τους, εφόσον οι Ισραηλίτες είχαν την υποχρέωση να αποδίδουν τακτικά λατρεία στον ιερό τόπο που είχε ορίσει ο Ιεχωβά. (Δευτερονόμιο 16:16, 17) Η Ναομί κατάφερε να κρατήσει ζωντανή την πίστη της. Ωστόσο, η θλίψη της ήταν αβάσταχτη όταν έχασε το σύζυγό της.​—Ρουθ 1:2, 3.

Πιθανότατα, αργότερα πόνεσε και πάλι, όταν οι γιοι της παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες. (Ρουθ 1:4) Η Ναομί ήξερε ότι ο γενάρχης της, ο Αβραάμ, κίνησε γη και ουρανό προκειμένου να βρει για το γιο του, τον Ισαάκ, σύζυγο από το λαό του, η οποία θα λάτρευε τον Ιεχωβά. (Γένεση 24:3, 4) Μετέπειτα, ο Μωσαϊκός Νόμος προειδοποιούσε τους Ισραηλίτες να μην αφήνουν τους γιους και τις κόρες τους να παντρεύονται αλλοεθνείς, για να μην οδηγηθεί ο λαός του Θεού στην ειδωλολατρία.​—Δευτερονόμιο 7:3, 4. *

Εντούτοις, ο Μααλών και ο Χελαιών παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες. Παρά την ανησυχία ή την απογοήτευσή της, η Ναομί προφανώς εκδήλωνε γνήσια καλοσύνη και αγάπη προς τις δυο νύφες της, τη Ρουθ και την Ορφά. Ενδεχομένως έλπιζε ότι κάποια μέρα θα λάτρευαν και αυτές τον Ιεχωβά όπως εκείνη. Πάντως, η Ρουθ και η Ορφά τη συμπαθούσαν. Η καλή σχέση που είχαν τις βοήθησε όταν τις βρήκε η συμφορά. Και οι δυο κοπέλες έμειναν χήρες προτού γεννήσουν παιδιά.​—Ρουθ 1:5.

Ήταν η Ρουθ έτοιμη, με τη βοήθεια της θρησκείας της, για μια τέτοια συμφορά; Πολύ απίθανο. Οι Μωαβίτες λάτρευαν πολλούς θεούς, με κυριότερο τον Χεμώς. (Αριθμοί 21:29) Φαίνεται πως η θρησκεία τους δεν αποτελούσε εξαίρεση όσον αφορά τη βαναυσότητα και τις φρικαλεότητες εκείνης της εποχής, όπως ήταν οι θυσίες παιδιών. Οτιδήποτε μάθαινε η Ρουθ από τον Μααλών ή τη Ναομί σχετικά με τον στοργικό και ελεήμονα Θεό του Ισραήλ, τον Ιεχωβά, σίγουρα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με όσα ήξερε. Η κυριαρχία του Ιεχωβά βασιζόταν στην αγάπη, όχι στον τρόμο! (Δευτερονόμιο 6:5) Ύστερα από την οδυνηρή της απώλεια, η Ρουθ μπορεί να δέθηκε ακόμη περισσότερο με τη Ναομί και να κρεμόταν από τα χείλη της καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα μιλούσε για τον παντοδύναμο Θεό, τον Ιεχωβά, για τα θαυμαστά του έργα και για το στοργικό και ελεήμονα τρόπο με τον οποίο φερόταν στο λαό του.

Από την πλευρά της, η Ναομί διψούσε για νέα από την πατρίδα της. Κάποια μέρα, άκουσε, ίσως από έναν περιοδεύοντα έμπορο, ότι η πείνα στον Ισραήλ είχε περάσει. Ο Ιεχωβά είχε στρέψει την προσοχή του στο λαό του. Η Βηθλεέμ​—τοπωνύμιο που σημαίνει «Οίκος Ψωμιού»—​ανταποκρινόταν και πάλι στο όνομά της. Η Ναομί, λοιπόν, αποφάσισε να γυρίσει πίσω.​—Ρουθ 1:6.

Τι θα έκανε η Ρουθ και η Ορφά; (Ρουθ 1:7) Τα κοινά τους βάσανα τις είχαν δέσει με τη Ναομί. Ιδίως τη Ρουθ φαίνεται πως την είχε κερδίσει η καλοσύνη της και η ακλόνητη πίστη της στον Ιεχωβά. Οι τρεις χήρες ξεκίνησαν μαζί για τον Ιούδα.

Η αφήγηση του βιβλίου της Ρουθ μάς υπενθυμίζει ότι όλοι ανεξαιρέτως υφίστανται συμφορές και απώλειες, είτε καλοί και έντιμοι είτε κακοί. (Εκκλησιαστής 9:2, 11) Μας δείχνει επίσης πως, όταν αντιμετωπίζουμε κάποια αβάσταχτη απώλεια, είναι σοφό να αναζητούμε παρηγοριά και συμπαράσταση σε άλλους​—κυρίως σε όσους ζητούν καταφύγιο στον Ιεχωβά, τον Θεό που λάτρευε η Ναομί.​—Παροιμίες 17:17.

Η Όσια Αγάπη της Ρουθ

Καθώς οι τρεις χήρες συνέχιζαν το δρόμο τους, μια άλλη έγνοια άρχισε να βασανίζει τη Ναομί. Σκεφτόταν τις δυο κοπέλες στο πλευρό της και το πόσο είχαν αγαπήσει την ίδια και τους γιους της. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι τώρα θα έκανε βαρύτερο το φορτίο τους. Αν άφηναν την πατρίδα τους και την ακολουθούσαν, τι μπορούσε να τους προσφέρει στη Βηθλεέμ;

Τελικά, η Ναομί είπε: «Πηγαίνετε, επιστρέψτε η καθεμιά στο σπίτι της μητέρας της. Είθε ο Ιεχωβά να εκδηλώσει στοργική καλοσύνη προς εσάς, όπως εκδηλώσατε εσείς προς τους άντρες που τώρα είναι νεκροί και προς εμένα». Επιπλέον, ευχήθηκε να τις ανταμείψει ο Ιεχωβά με καινούριους συζύγους και καινούρια ζωή. «Κατόπιν τις φίλησε», αναφέρει η αφήγηση, «και εκείνες ύψωσαν τη φωνή τους και έκλαιγαν». Δεν απορεί κανείς που η Ρουθ και η Ορφά ήταν τόσο δεμένες με αυτή την καλόκαρδη και ανιδιοτελή γυναίκα. Και οι δυο τους επέμεναν: «Όχι! Μαζί σου θα επιστρέψουμε στο λαό σου».​—Ρουθ 1:8-10.

Η Ναομί, όμως, δεν μεταπείστηκε τόσο εύκολα. Αντέτεινε λογικά ότι δεν μπορούσε να τους προσφέρει τίποτα στον Ισραήλ, εφόσον δεν είχε ούτε σύζυγο να τη συντηρεί ούτε γιους να τις παντρευτούν, και καμιά πιθανότητα να αποκτήσει το ένα ή το άλλο. Το γεγονός ότι αδυνατούσε να τις φροντίσει την πίκραινε πολύ.​—Ρουθ 1:11-13.

Όσον αφορά την Ορφά, τα λόγια της Ναομί έπιασαν τόπο. Πίσω στον Μωάβ την περίμεναν συγγενείς, μητέρα και σπιτικό. Όντως, φαινόταν πιο πρακτικό να μείνει εκεί. Έτσι λοιπόν, με βαριά καρδιά, αποχαιρέτησε τη Ναομί φιλώντας την και πήρε το δρόμο του γυρισμού.​—Ρουθ 1:14.

Τι έκανε η Ρουθ; Τα επιχειρήματα της Ναομί ίσχυαν και για εκείνη. Ωστόσο, διαβάζουμε: «Η δε Ρουθ προσκολλήθηκε σε αυτήν». Πιθανώς η Ναομί ξανάρχισε να περπατάει αλλά πρόσεξε ότι η Ρουθ την ακολουθούσε. Προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη, λέγοντας: «Δες! Η χήρα συννυφάδα σου επέστρεψε στο λαό της και στους θεούς της. Επίστρεψε και εσύ μαζί με τη συννυφάδα σου». (Ρουθ 1:15) Τα λόγια της αποκαλύπτουν μια σημαντική λεπτομέρεια στον αναγνώστη. Η Ορφά δεν είχε επιστρέψει μόνο στο λαό της, αλλά και «στους θεούς της». Δεν την πείραζε να συνεχίσει να λατρεύει τον Χεμώς και άλλους ψεύτικους θεούς. Άραγε έτσι έβλεπε τα πράγματα και η Ρουθ;

Καθώς η Ρουθ κοιτούσε τη Ναομί σε εκείνον τον ερημικό δρόμο, δεν αμφιταλαντευόταν, ήταν βέβαιη για τα αισθήματά της. Η καρδιά της ξεχείλιζε από αγάπη για τη Ναομί​—και για τον Θεό που υπηρετούσε εκείνη. Γι’ αυτό, είπε: «Μη με παρακαλείς να σε εγκαταλείψω, να πάψω να σε συνοδεύω· γιατί όπου πας εσύ θα πάω και εγώ, και όπου διανυκτερεύσεις εσύ θα διανυκτερεύσω και εγώ. Ο λαός σου θα είναι λαός μου, και ο Θεός σου, Θεός μου. Όπου πεθάνεις εσύ θα πεθάνω και εγώ, και εκεί θα θαφτώ. Έτσι να κάνει ο Ιεχωβά σε εμένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό, αν κάτι άλλο εκτός από το θάνατο με χωρίσει από εσένα».​—Ρουθ 1:16, 17.

Τα μνημειώδη λόγια της Ρουθ έχουν διασωθεί αμέτρητα χρόνια μετά την εποχή της, αντηχώντας από τα βάθη 30 περίπου αιώνων. Αποκαλύπτουν θαυμάσια μια έξοχη ιδιότητα, την όσια αγάπη. Η αγάπη της ήταν τόσο ισχυρή και όσια ώστε θα παρέμενε αχώριστη σύντροφος της Ναομί οπουδήποτε πήγαινε εκείνη. Μόνο ο θάνατος θα τις χώριζε. Ο λαός της Ναομί θα γινόταν και δικός της, εφόσον ήταν διατεθειμένη να αφήσει πίσω ό,τι ήξερε και δεν ήξερε στον Μωάβ​—ακόμη και τους θεούς των Μωαβιτών. Αντίθετα με την Ορφά, η Ρουθ μπορούσε να πει ολόκαρδα ότι ήθελε για Θεό της τον Θεό της Ναομί, τον Ιεχωβά. *

Συνέχισαν, λοιπόν, πια ολομόναχες το μακρύ ταξίδι προς τη Βηθλεέμ, το οποίο, σύμφωνα με έναν υπολογισμό, ίσως κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Αναμφίβολα, όμως, η καθεμιά έβρισκε παρηγοριά για τη θλίψη της στη συντροφιά της άλλης.

Η θλίψη περισσεύει στο σημερινό κόσμο. Στους καιρούς μας, τους οποίους η Αγία Γραφή αποκαλεί “καιρούς κρίσιμους, δύσκολους στην αντιμετώπισή τους”, βιώνουμε κάθε λογής απώλειες καθώς και θλίψη. (2 Τιμόθεο 3:1) Επομένως, η ιδιότητα που συναντούμε στη Ρουθ είναι πιο σημαντική από ποτέ. Η όσια αγάπη​—η αγάπη που προσκολλάται σε κάτι και αρνείται να το αφήσει—​αποτελεί ισχυρή επιρροή για το καλό σε αυτόν το σκοτεινό κόσμο. Τη χρειαζόμαστε στο γάμο, στις οικογενειακές σχέσεις, στις φιλίες και στη Χριστιανική εκκλησία. Καλλιεργώντας τέτοια αγάπη, μιμούμαστε το έξοχο παράδειγμα της Ρουθ.

Η Ρουθ και η Ναομί στη Βηθλεέμ

Φυσικά, άλλο είναι να εκφράζει κάποιος με λόγια όσια αγάπη και εντελώς άλλο να τη δείχνει με έργα. Η Ρουθ είχε τώρα την ευκαιρία να δείξει την όσια αγάπη της, όχι μόνο στη Ναομί, αλλά και στον Θεό που επέλεξε, τον Ιεχωβά.

Οι δυο γυναίκες έφτασαν τελικά στη Βηθλεέμ, μια τοποθεσία περίπου 10 χιλιόμετρα νότια της Ιερουσαλήμ. Η Ναομί και η οικογένειά της πρέπει να ήταν άλλοτε εξέχοντα πρόσωπα σε αυτή την κωμόπολη, γιατί βούιξε ο τόπος από την είδηση του γυρισμού της. Οι ντόπιες την κοίταζαν απορημένες και έλεγαν: «Αυτή είναι η Ναομί;» Φαίνεται ότι είχε γυρίσει από τον Μωάβ αγνώριστη. Τόσα χρόνια ταλαιπωρίας και θλίψης είχαν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο πρόσωπο και στο παρουσιαστικό της.​—Ρουθ 1:19.

Σε εκείνες τις συγγενείς και τις παλιές γειτόνισσες, η Ναομί φανέρωσε πόσο πικρή είχε γίνει η ζωή της. Μάλιστα, θεωρούσε ότι το όνομά της έπρεπε να αλλάξει από Ναομί, δηλαδή «Η Τερπνότητά Μου», σε Μαρά, δηλαδή «Πικραμένη». Η καημένη η Ναομί! Όπως ο Ιώβ παλιότερα, έτσι και εκείνη πίστευε ότι για τα βάσανά της ευθυνόταν ο Ιεχωβά Θεός.​—Ρουθ 1:20, 21· Ιώβ 2:10· 13:24-26.

Καθώς οι δυο γυναίκες εξοικειώνονταν με τη ζωή στη Βηθλεέμ, η Ρουθ άρχισε να σκέφτεται ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να φροντίσει τον εαυτό της και τη Ναομί. Έμαθε ότι ο Νόμος που είχε δώσει ο Ιεχωβά στο λαό του, τον Ισραήλ, περιείχε μια στοργική διάταξη για τους φτωχούς. Επιτρεπόταν να πηγαίνουν στους αγρούς κατά το θερισμό και να ακολουθούν τους θεριστές, σταχυολογώντας ό,τι απέμενε, καθώς και ό,τι φύτρωνε στις άκρες και στις γωνίες των αγρών. *​—Λευιτικό 19:9, 10· Δευτερονόμιο 24:19-21.

Ήταν ο καιρός που θέριζαν το κριθάρι, πιθανότατα Απρίλιος σύμφωνα με το σύγχρονο ημερολόγιο, και η Ρουθ πήγε στους αγρούς για να δει ποιος θα την άφηνε να εργαστεί με βάση τη διάταξη περί σταχυολόγησης. Βρέθηκε τυχαία στους αγρούς κάποιου Βοόζ, ενός εύπορου γαιοκτήμονα και συγγενή του νεκρού συζύγου της Ναομί, του Ελιμέλεχ. Μολονότι ο Νόμος τής έδινε το δικαίωμα να σταχυολογήσει, εκείνη δεν το θεώρησε ως κάτι δεδομένο. Γι’ αυτό, ζήτησε από το νεαρό επιστάτη των θεριστών την άδεια να εργαστεί. Μόλις την πήρε, στρώθηκε στη δουλειά.​—Ρουθ 1:22–2:3, 7.

Φανταστείτε τη Ρουθ να ακολουθεί τους θεριστές. Καθώς εκείνοι έκοβαν το κριθάρι με τα πυρολιθικά δρεπάνια τους, αυτή έσκυβε για να περισυλλέξει ό,τι τους έπεφτε ή ό,τι άφηναν πίσω. Μετά, δεμάτιαζε τα στάχυα και τα μετέφερε στο σημείο όπου αργότερα θα τα κοπάνιζε για να μαζέψει τους σπόρους. Επρόκειτο για αργή, κοπιαστική εργασία, και όσο πλησίαζε το μεσημέρι γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Η Ρουθ, όμως, συνέχισε άοκνα, σταματώντας μόνο για να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό της και να φάει ένα λιτό γεύμα στο «σπίτι»​—πιθανότατα ένα σκιερό υπόστεγο για τους εργάτες.

Προφανώς, η Ρουθ ούτε έλπιζε ούτε περίμενε να την προσέξουν​—και όμως κάποιος την πρόσεξε. Ο Βοόζ την είδε και ρώτησε το νεαρό αρχιεργάτη ποια ήταν. Ως εξαιρετικός άνθρωπος πίστης, ο Βοόζ χαιρετούσε τους εργάτες του​—μερικοί από τους οποίους ίσως ήταν μεροκαματιάρηδες ή ακόμη και αλλοεθνείς—​λέγοντας: «Ο Ιεχωβά να είναι μαζί σας». Και εκείνοι ανταπέδιδαν το χαιρετισμό. Αυτός ο πνευματικός ηλικιωμένος άντρας έδειξε πατρικό ενδιαφέρον για τη Ρουθ.​—Ρουθ 2:4-7.

Αποκαλώντας την «κόρη» του, τη συμβούλεψε να εξακολουθήσει να πηγαίνει στους αγρούς του για σταχυολόγηση και να μένει κοντά στις κοπέλες του σπιτικού του ώστε να μην την παρενοχλήσει κάποιος εργάτης. Φρόντισε να υπάρχει φαγητό για αυτήν την ώρα του γεύματος. Προπαντός, όμως, δεν παρέλειψε να την επαινέσει και να την ενθαρρύνει. Γιατί;​—Ρουθ 2:8, 9, 14.

Όταν η Ρουθ ρώτησε τον Βοόζ πώς αυτή, μια αλλοεθνής, είχε κερδίσει την καλοσύνη και την εύνοιά του, εκείνος απάντησε ότι είχε ακούσει όλα όσα είχε κάνει για την πεθερά της, τη Ναομί. Πιθανότατα, η Ναομί είχε παινέψει την αγαπημένη της Ρουθ στις γυναίκες της Βηθλεέμ, και τα νέα είχαν φτάσει στα αφτιά του. Ήξερε επίσης ότι η Ρουθ είχε στραφεί στη λατρεία του Ιεχωβά, επειδή είπε: «Είθε ο Ιεχωβά να ανταμείψει τον τρόπο με τον οποίο ενεργείς και είθε να υπάρξει για εσένα τέλειος μισθός από τον Ιεχωβά τον Θεό του Ισραήλ, κάτω από τις φτερούγες του οποίου ήρθες να ζητήσεις καταφύγιο».​—Ρουθ 2:12.

Πόσο πρέπει να ενθάρρυναν τη Ρουθ αυτά τα λόγια! Πράγματι, είχε αποφασίσει να βρει καταφύγιο κάτω από τις φτερούγες του Ιεχωβά Θεού, όπως ένα πουλάκι κουρνιάζει με ασφάλεια δίπλα στον προστατευτικό του γονέα. Ευχαρίστησε τον Βοόζ που της μίλησε τόσο καθησυχαστικά. Συνέχισε δε να εργάζεται ώσπου βράδιασε.​—Ρουθ 2:13, 17.

Η έμπρακτη πίστη της Ρουθ αποτελεί έξοχο παράδειγμα για όλους εμάς σήμερα που αγωνιζόμαστε να τα βγάλουμε πέρα σε αυτούς τους οικονομικά δύσκολους καιρούς. Η Ρουθ δεν πίστευε ότι οι άλλοι της χρωστούσαν κάτι, γι’ αυτό εκτιμούσε οτιδήποτε της πρόσφεραν. Δεν ντρεπόταν να εργάζεται σκληρά επί ώρες για να φροντίσει ένα άτομο που αγαπούσε, έστω και αν η εργασία ήταν ταπεινή. Δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και εφάρμοσε μια σοφή συμβουλή σχετικά με το πώς θα μπορούσε να εργάζεται σε ασφαλές και καλό περιβάλλον. Πρωτίστως, δεν ξέχασε ποτέ ποιος ήταν το πραγματικό της καταφύγιο​—ο προστατευτικός της Πατέρας, ο Ιεχωβά Θεός.

Αν δείχνουμε όσια αγάπη όπως η Ρουθ και ακολουθούμε το παράδειγμά της όσον αφορά την ταπεινοφροσύνη, την εργατικότητα και την εκτίμηση, θα διαπιστώσουμε ότι και η δική μας πίστη θα αποτελεί έξοχο παράδειγμα για άλλους. Πώς, όμως, κάλυψε ο Ιεχωβά τις ανάγκες της Ρουθ και της Ναομί; Αυτό θα το εξετάσουμε σε προσεχές άρθρο της σειράς.

[Υποσημειώσεις]

^ παρ. 22 Ας σημειωθεί ότι η Ρουθ δεν χρησιμοποίησε μόνο τον απρόσωπο τίτλο «Θεός», όπως θα έκαναν πολλοί αλλοεθνείς, αλλά και το προσωπικό όνομα του Θεού, Ιεχωβά. Η Βίβλος του Ερμηνευτή (The Interpreter’s Bible) σχολιάζει: «Ο συγγραφέας τονίζει έτσι ότι αυτή η αλλοεθνής ακολουθεί τον αληθινό Θεό».

^ παρ. 29 Επρόκειτο για αξιοθαύμαστο νόμο, ασφαλώς πρωτόγνωρο σε σχέση με ό,τι ήξερε η Ρουθ στην πατρίδα της. Στην αρχαία Εγγύς Ανατολή, οι χήρες είχαν κακή αντιμετώπιση. Κάποιο σύγγραμμα παρατηρεί: «Όταν μια γυναίκα έμενε χήρα, συνήθως τη συντηρούσαν οι γιοι της. Αν δεν είχε γιους, ίσως αναγκαζόταν να πουλήσει τον εαυτό της ως δούλη ή να καταφύγει στην πορνεία για να μην πεθάνει».

[Πλαίσιο στη σελίδα 26]

Αριστούργημα σε Μικρογραφία

Το βιβλίο της Ρουθ έχει χαρακτηριστεί μικρό πετράδι, αριστούργημα σε μικρογραφία. Ομολογουμένως, δεν είναι τόσο συναρπαστικό και πλούσιο όσο το βιβλίο των Κριτών, το οποίο προηγείται και θέτει το χρονικό πλαίσιο για το βιβλίο της Ρουθ. (Ρουθ 1:1) Και τα δύο γράφτηκαν προφανώς από τον προφήτη Σαμουήλ. Ωστόσο, καθώς διαβάζετε την Αγία Γραφή, ίσως συμφωνήσετε ότι το βιβλίο της Ρουθ είναι σωστά τοποθετημένο στο Βιβλικό κανόνα. Αφού διαβάζει κανείς για πολέμους, επιδρομές και αντίποινα στο βιβλίο των Κριτών, φτάνει σε αυτό το μικρό βιβλίο που μας θυμίζει ότι ο Ιεχωβά δεν παύει να παρατηρεί τους ειρηνικούς ανθρώπους οι οποίοι παλεύουν με τα προβλήματα της καθημερινότητας. Αυτή η απλή οικογενειακή ιστορία εμπεριέχει σπουδαία μαθήματα για την αγάπη, την απώλεια, την πίστη και την οσιότητα που μας ωφελούν όλους.

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Ενεργώντας σοφά, η Ρουθ δέθηκε με τη Ναομί σε καιρό θλίψης και απώλειας

[Εικόνα στις σελίδες 24, 25]

«Ο λαός σου θα είναι λαός μου, και ο Θεός σου, Θεός μου»

[Εικόνα στη σελίδα 27]

Η Ρουθ έκανε πρόθυμα σκληρή, ταπεινή εργασία για να συντηρήσει τον εαυτό της και τη Ναομί