Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

ΝΤΟΡΙΝΑ ΚΑΠΑΡΕΛΙ | ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αν και Είμαι Ντροπαλή, θα Έπαιρνα Ξανά τις Ίδιες Αποφάσεις!

Αν και Είμαι Ντροπαλή, θα Έπαιρνα Ξανά τις Ίδιες Αποφάσεις!

Ήμουν πάντα πολύ ντροπαλή. Γι’ αυτό, με πιάνουν τα γέλια όταν σκέφτομαι μερικές από τις συναρπαστικές περιπέτειες που έζησα υπηρετώντας τον Ιεχωβά.

 Γεννήθηκα το 1934 στην Πεσκάρα, μια πόλη στο κέντρο της ανατολικής ακτής της Ιταλίας που βρέχεται από την Αδριατική Θάλασσα. Έχω τρεις μεγαλύτερες αδελφές. Τα ονόματα που μας έδωσε ο πατέρας μας είναι με αλφαβητική σειρά αρχίζοντας από το «Α», οπότε το δικό μου όνομα ξεκινάει με το τέταρτο γράμμα του ιταλικού αλφαβήτου.

 Ο πατέρας μου έδειχνε πάντα ενδιαφέρον για τα πνευματικά πράγματα. Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με Μάρτυρες του Ιεχωβά τον Ιούλιο του 1943, όταν ο Λιμπεράτο Ρίτσι, που συναναστρεφόταν με τους Μάρτυρες, του μίλησε για την Αγία Γραφή και του δάνεισε ένα αντίτυπο της Σκοπιάς. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο πατέρας μου άρχισε να μιλάει σε άλλους με ζήλο για όσα μάθαινε. Η μητέρα μου επίσης δέχτηκε την αλήθεια. Παρότι ήταν αγράμματη, μετέδιδε την καινούρια της ελπίδα σε άλλους, παραθέτοντας εδάφια της Γραφής που είχε μάθει απέξω.

 Το μικρό μας σπίτι έσφυζε από δραστηριότητα. Διεξήγαμε εκεί τις συναθροίσεις μας και, παρ’ όλο που είχαμε μόνο δύο κρεβατοκάμαρες, φιλοξενούσαμε επισκόπους περιοχής και σκαπανείς.

 Οι δύο μεγαλύτερες αδελφές μου δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Γραφή. Τελικά, παντρεύτηκαν και έφυγαν από το σπίτι. Η αδελφή μου όμως η Τσεζίρα και εγώ ακούγαμε με μεγάλη ευχαρίστηση τον πατέρα μας να μας διαβάζει τη Γραφή. Απολαμβάναμε επίσης πάρα πολύ τις υποκινητικές ομιλίες των αδελφών που επισκέπτονταν τον μικρό μας όμιλο.

 Συνόδευα συχνά τον πατέρα μου και άλλους στη διακονία, αλλά ήμουν τόσο ντροπαλή που για μήνες δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη μπροστά στους οικοδεσπότες. Η αγάπη μου όμως για τον Ιεχωβά μεγάλωνε, ώσπου τελικά βαφτίστηκα τον Ιούλιο του 1950. Ένας αδελφός έκανε την ομιλία στο σπίτι μας, και μετά πήγαμε στη θάλασσα για το βάφτισμα. Τον επόμενο χρόνο, ένα ζευγάρι ειδικών σκαπανέων διορίστηκε στην περιοχή μας, και πολλές φορές πηγαίναμε μαζί στο έργο. Όσο περισσότερο χρόνο δαπανούσα στη διακονία, τόσο πιο εύκολη μου φαινόταν. Με τον καιρό, έφτασα στο σημείο να αγαπώ αυτό το υπέροχο προνόμιο υπηρεσίας!

Μια Απόφαση που Άλλαξε τη Ζωή Μου

 Ο πρώτος επίσκοπος περιοχής που είχαμε ήταν ο Πιέρο Γκάτι. a Ο Πιέρο με παρότρυνε, όχι μόνο να ξεκινήσω σκαπανικό, αλλά και να μετακομίσω εκεί όπου η ανάγκη για διαγγελείς της Βασιλείας ήταν μεγαλύτερη. Αυτό δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου. Στο μέρος όπου μεγάλωσα, τα κορίτσια μένουν με τους γονείς τους μέχρι να παντρευτούν. Έτσι λοιπόν, τον Μάρτιο του 1952, άρχισα σκαπανικό ενόσω ακόμα ζούσα στο πατρικό μου. Ούτε που φανταζόμουν τότε πώς θα επηρέαζε αυτή η απόφαση όλη την υπόλοιπη ζωή μου.

 Εκείνο το διάστημα, ήθελε να ξεκινήσει σκαπανικό και μια ακόμα αδελφή, η Άννα. Ήρθε λοιπόν να μείνει στο σπίτι μας για να μπορούμε να βγαίνουμε μαζί στο έργο. Το 1954, διοριστήκαμε να υπηρετούμε μαζί ως ειδικές σκαπάνισσες στην Περούτζια, μια πόλη περίπου 250 χιλιόμετρα μακριά, που δεν είχε κανέναν Μάρτυρα του Ιεχωβά.

Η Άννα, ο πατέρας μου και εγώ λίγο πριν φύγουμε για την Περούτζια

 Τι περιπέτεια ήταν και αυτή! Ήμουν μόνο 20 χρονών και δεν είχα φύγει ποτέ από την πόλη μου, παρά μόνο για να πάω με τους γονείς μου σε κάποια συνέλευση. Ένιωθα λες και πήγαινα στην άλλη άκρη του κόσμου! Ο πατέρας μου ανησυχούσε λίγο επειδή η Άννα και εγώ θα ζούσαμε μόνες μας. Ήρθε λοιπόν για να μας βοηθήσει να βρούμε κάπου να μείνουμε. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο το οποίο χρησιμοποιούσαμε ταυτόχρονα και ως Αίθουσα Βασιλείας. Στην αρχή, ήμασταν μόνο εγώ και η Άννα στις συναθροίσεις. Ωστόσο, περνούσαμε υπέροχα κηρύττοντας στην Περούτζια, στις γύρω πόλεις και στα χωριά. Σιγά σιγά, οι προσπάθειές μας άρχισαν να έχουν αποτελέσματα. Περίπου έναν χρόνο αργότερα, μετακόμισε στην Περούτζια ένας αδελφός και διεξήγε εκείνος πια τις συναθροίσεις. Μέχρι το 1957 που φύγαμε για τον νέο μας διορισμό, είχε ήδη σχηματιστεί μια μικρή εκκλησία.

Με τη σύζυγο ενός επισκόπου περιοχής και την Άννα κοντά στο μεσαιωνικό Σιντριβάνι Ματζόρε στην Περούτζια, το 1954

 Ο επόμενος διορισμός μας ήταν σε μια μικρή πόλη στην κεντρική Ιταλία, στο Τέρνι. Ανυπομονούσαμε να κηρύξουμε εκεί, επειδή υπήρχαν ήδη πολλοί ενδιαφερόμενοι. Υπήρχαν όμως και προκλήσεις. Το φασιστικό καθεστώς είχε μεν λήξει επισήμως το 1943, αλλά κάποιοι που βρίσκονταν στην εξουσία συνέχιζαν να διώκουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Προσπαθούσαν να μας εμποδίσουν να διαδώσουμε το άγγελμα της Γραφής και απαιτούσαν να έχουμε άδεια για να κηρύξουμε από πόρτα σε πόρτα.

 Δεν ήταν κάτι σπάνιο να παρακολουθεί η αστυνομία τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Για να ξεφύγουμε, μερικές φορές προσπαθούσαμε να χαθούμε μέσα στο πλήθος, αλλά δεν τα καταφέρναμε πάντα. Με σταμάτησαν και με συνέλαβαν δύο φορές. Την πρώτη φορά, ήμουν στο έργο με τον επίσκοπο περιοχής. Οι αστυνομικοί μάς συνέλαβαν και μας πήραν στο τμήμα. Μας κατηγόρησαν ότι κηρύτταμε χωρίς νομική άδεια και μας ζήτησαν να πληρώσουμε πρόστιμο. Εμείς αρνηθήκαμε επειδή δεν παραβιάζαμε κανέναν νόμο. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που πήγαινε να σπάσει! Ευχαριστούσα όμως τον Ιεχωβά που δεν ήμουν μόνη μου. Ήρθαν στο μυαλό μου τα παρηγορητικά λόγια του εδαφίου Ησαΐας 41:13: «Μη φοβάσαι. Εγώ θα σε βοηθήσω». Μας άφησαν να φύγουμε, και όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, ο δικαστής την απέρριψε. Η δεύτερη σύλληψή μου έγινε έξι μήνες μετά—και αυτή τη φορά ήμουν μόνη μου. Και πάλι όμως αθωώθηκα.

Περισσότερες Ευκαιρίες για να Υπηρετήσω τον Ιεχωβά

 Θυμάμαι πόσο ενθουσιασμένη ήμουν με τη συνέλευση που θα γινόταν το 1954 στη Νάπολη της νότιας Ιταλίας. Με το που έφτασα, προσφέρθηκα να βοηθήσω στην καθαριότητα του χώρου, και με διόρισαν κοντά στην εξέδρα. Εκεί πρόσεξα έναν όμορφο νεαρό ταξιθέτη, τον Αντόνιο Καπαρέλι, που ήταν σκαπανέας στη Λιβύη. Η οικογένειά του είχε μετακομίσει από την Ιταλία στη Λιβύη στα τέλη της δεκαετίας του 1930.

Ο Αντόνιο με τη μοτοσικλέτα που χρησιμοποιούσε στη Λιβύη

Τη μέρα του γάμου μας

 Ο Αντόνιο ήταν θαρραλέος και γεμάτος ενέργεια. Ταξίδευε με τη μοτοσικλέτα του στα βάθη της Λιβυκής Ερήμου για να κηρύξει στους Ιταλούς που ζούσαν εκεί. Αρχίσαμε να αλληλογραφούμε κάθε τόσο. Στις αρχές του 1959, ο Αντόνιο επέστρεψε στην Ιταλία. Έμεινε πρώτα για λίγους μήνες στο Μπέθελ στη Ρώμη και ύστερα διορίστηκε ειδικός σκαπανέας στην κεντρική Ιταλία, στο Βιτέρμπο. Έτσι ήρθαμε πιο κοντά και παντρευτήκαμε στις 29 Σεπτεμβρίου 1959. Μετά τον γάμο μας πήγα με τον Αντόνιο στο Βιτέρμπο.

 Χρειαζόμασταν ένα μέρος για να μένουμε και να κάνουμε τις συναθροίσεις μας. Τελικά, νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε κάποιο ισόγειο που έμοιαζε με μικρό μαγαζάκι και είχε ένα μικροσκοπικό μπάνιο στο βάθος. Βάλαμε το κρεβάτι μας στη γωνία και το διαχωρίσαμε από τον υπόλοιπο χώρο με ένα παραβάν. Αυτή ήταν η κρεβατοκάμαρά μας. Το υπόλοιπο δωμάτιο γινόταν είτε σαλόνι είτε Αίθουσα Βασιλείας, ανάλογα με τη μέρα. Δεν ήταν το ιδανικό και σίγουρα δεν θα διάλεγα να μείνω εκεί μόνη μου. Αλλά ήμουν ευτυχισμένη επειδή ήμουν μαζί με τον Αντόνιο.

Μπροστά στο παραβάν που χώριζε την «κρεβατοκάμαρα»

 Το 1961, ο Αντόνιο διορίστηκε επίσκοπος περιοχής. Πρώτα όμως, έπρεπε να παρακολουθήσει για έναν μήνα μια σχολή για τους υπηρέτες εκκλησίας, δηλαδή τους επισκόπους. Αυτό σήμαινε ότι θα έμενα μόνη μου εκείνον τον μήνα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι με έπιανε στενοχώρια, ειδικά τα βράδια που ήμουν ολομόναχη στο μικρό μας δωμάτιο. Χαιρόμουν, ωστόσο, που ο Ιεχωβά χρησιμοποιούσε τον Αντόνιο. Προσπαθούσα να είμαι πολυάσχολη, και έτσι ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα.

 Το έργο περιοχής περιλάμβανε πολλά ταξίδια. Πήγαμε από το Βένετο, μια περιοχή στη βόρεια Ιταλία, μέχρι και τη Σικελία, που βρίσκεται στον νότο. Στην αρχή, δεν είχαμε αυτοκίνητο, γι’ αυτό χρησιμοποιούσαμε τις δημόσιες συγκοινωνίες. Μια φορά στη Σικελία, αφού ταξιδέψαμε με λεωφορείο σε κακοτράχαλους επαρχιακούς δρόμους, μας περίμεναν στη στάση αδελφοί με ένα γαϊδουράκι για να κουβαλήσουν τις αποσκευές μας. Ο Αντόνιο φορούσε κοστούμι και γραβάτα, ενώ εγώ ένα καλό φόρεμα συνάθροισης. Πρέπει να ήταν πολύ αστείο το θέαμα: δύο καλοντυμένοι περπατούσαν μαζί με αγρότες δίπλα από ένα γαϊδούρι φορτωμένο με βαλίτσες και μια γραφομηχανή.

 Οι αδελφοί μοιράζονταν μαζί μας όλα όσα είχαν, ακόμα και όταν αυτά ήταν πολύ λίγα. Σε μερικά σπίτια δεν υπήρχε μπάνιο ή τρεχούμενο νερό. Κάποια φορά, μείναμε σε ένα δωμάτιο που είχε χρόνια να χρησιμοποιηθεί. Τη νύχτα, στριφογύριζα στον ύπνο μου τόσο πολύ που ο Αντόνιο με ξύπνησε. Όταν σηκώσαμε τα σεντόνια, είδαμε με τρόμο ότι το στρώμα ήταν γεμάτο ζωύφια! Ωστόσο, δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πολλά μέσα στη νύχτα. Τινάξαμε από το στρώμα όσο περισσότερα έντομα γινόταν και προσπαθήσαμε να ξανακοιμηθούμε.

Με τον Αντόνιο στο έργο περιοχής τη δεκαετία του 1960

 Και όμως, η μεγαλύτερη πρόκληση για εμένα δεν ήταν αυτές οι δυσκολίες—ήταν η ντροπαλότητά μου. Όταν πηγαίναμε για πρώτη φορά σε κάποια εκκλησία, μου ήταν πολύ δύσκολο να κάνω φίλους. Αλλά ήθελα ειλικρινά να ενθαρρύνω και να βοηθάω τις αδελφές, γι’ αυτό και έβαζα τα δυνατά μου. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, στο τέλος της εβδομάδας πάντα ένιωθα πολύ πιο άνετα. Ήταν πραγματικό προνόμιο να συνεργάζομαι με τους αδελφούς μου και να βλέπω τη γενναιοδωρία, την πίστη και την αγάπη τους για τον Ιεχωβά.

 Το 1977, αφού είχαμε υπηρετήσει μερικά χρόνια στο έργο περιοχής και περιφερείας, b προσκληθήκαμε στο Μπέθελ στη Ρώμη ώστε να βοηθήσουμε με τις ετοιμασίες για τη διεθνή συνέλευση του 1978 «Νικηφόρος Πίστις». Λίγους μήνες αργότερα, γίναμε μέλη της οικογένειας Μπέθελ. Και λίγο καιρό μετά, ο Αντόνιο διορίστηκε στην Επιτροπή του Τμήματος.

 Το Μπέθελ ήταν για εμένα μια καινούρια εμπειρία, και επειδή ήμουν ντροπαλή, μερικές φορές ένιωθα λίγο άβολα. Αλλά με την ευλογία του Ιεχωβά και τη βοήθεια των συμπεθελιτών μου, σύντομα ένιωσα το Μπέθελ σπίτι μου.

Έρχονται Νέες Προκλήσεις

 Τα χρόνια που ακολούθησαν, αντιμετωπίσαμε μια νέα πρόκληση—προβλήματα υγείας. Το 1984, ο Αντόνιο έκανε μια εγχείρηση στην καρδιά, και περίπου δέκα χρόνια μετά, απέκτησε επιπλέον προβλήματα υγείας. Τελικά το 1999, διαγνώστηκε με κακοήθη όγκο. Ήταν πάντοτε πολύ δυναμικός άνθρωπος, αλλά αυτή την τρομερή ασθένεια δεν κατάφερε να τη νικήσει. Καθώς τον έβλεπα να χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις του, ράγιζε η καρδιά μου. Προσευχόμουν ένθερμα στον Ιεχωβά και του ζητούσα να μου δίνει τη δύναμη να στηρίζω τον αγαπημένο μου σύζυγο. Διάβαζα επίσης συχνά τους Ψαλμούς. Αυτό με παρηγορούσε κάπως σε στιγμές μεγάλης ανησυχίας. Ο Αντόνιο πέθανε στις 18 Μαρτίου 1999. Ήμασταν παντρεμένοι σχεδόν 40 χρόνια.

 Είναι απίστευτο πόση μοναξιά μπορεί να νιώθεις, ακόμη και όταν περιστοιχίζεσαι από ανθρώπους. Φυσικά, οι Μπεθελίτες και οι αδελφοί που είχαμε γνωρίσει στο έργο περιοχής μού έδειχναν πολλή αγάπη και με παρηγορούσαν πάρα πολύ. Ακόμη και έτσι όμως, τα λόγια δεν φτάνουν για να περιγράψω πόσο με πονάει το τεράστιο κενό στην καρδιά μου—ειδικά όταν γυρίζω το απόγευμα στο άδειο μου δωμάτιο στο Μπέθελ. Η προσευχή, η μελέτη και το πέρασμα του χρόνου με βοηθούν να γιατρέψω τις πληγές μου. Τελικά, τώρα πια, οι αναμνήσεις όσων ζήσαμε με τον Αντόνιο μου φέρνουν και πάλι χαρά. Μου αρέσει να συλλογίζομαι όσα κάναμε μαζί επειδή είμαι απολύτως βέβαιη ότι ο Αντόνιο είναι στη μνήμη του Ιεχωβά και ότι σύντομα θα τον ξαναδώ στην ανάσταση.

 Είχα διάφορους διορισμούς στο Μπέθελ, αλλά ο τωρινός μου διορισμός είναι στο ραφείο. Μου δίνει πολλή χαρά να κάνω πράγματα για τη διευρυμένη μου οικογένεια. Επίσης, προσπαθώ να παραμένω δραστήρια στη διακονία. Εννοείται πως δεν μπορώ να κάνω όσα έκανα στο παρελθόν, αλλά απολαμβάνω ακόμη το κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας—ένα προνόμιο που αγάπησα βαθιά από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι. Γι’ αυτό, μου αρέσει να ενθαρρύνω τους νέους να κάνουν σκαπανικό. Ξέρω πόσο συναρπαστικό είναι.

«Μου δίνει πολλή χαρά να κάνω πράγματα για τη διευρυμένη μου οικογένεια»

 Όταν αναλογίζομαι τα σχεδόν 70 χρόνια που έχω δαπανήσει στην ολοχρόνια υπηρεσία, βλέπω πόσο πολύ με έχει βοηθήσει και με έχει ευλογήσει ο Ιεχωβά. Δεν έχω πάψει να είμαι ντροπαλή, και έτσι ξέρω ότι με τις δικές μου δυνάμεις δεν θα είχα καταφέρει ποτέ να κάνω όσα έκανα. Πήγα σε τόπους μακρινούς, είδα και ένιωσα πράγματα που εμπλούτισαν τη ζωή μου και γνώρισα ανθρώπους που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για εμένα. Μπορώ να πω χωρίς κανέναν δισταγμό ότι, αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα έπαιρνα ξανά τις ίδιες αποφάσεις.

a Η βιογραφία του Πιέρο Γκάτι «Φοβόμουν το Θάνατο—Τώρα Αναμένω “Ζωή με Αφθονία”» υπάρχει στη Σκοπιά 15 Ιουλίου 2011.

b Ο επίσκοπος περιφερείας υπηρετούσε αρκετές περιοχές που απάρτιζαν μια περιφέρεια.