Γένεση 25:1-34

  • Ο Αβραάμ ξαναπαντρεύεται (1-6)

  • Θάνατος του Αβραάμ (7-11)

  • Οι γιοι του Ισμαήλ (12-18)

  • Γέννηση του Ιακώβ και του Ησαύ (19-26)

  • Ο Ησαύ πουλάει τα πρωτοτόκιά του (27-34)

25  Ο Αβραάμ πήρε και πάλι μια σύζυγο, η οποία λεγόταν Χετούρα.  Με τον καιρό αυτή του γέννησε τον Ζεμβράν, τον Ιοξάν, τον Μαδάν, τον Μαδιάμ,+ τον Ιεσβώκ και τον Σουάχ.+  Ο Ιοξάν έγινε πατέρας του Σεβά και του Δαιδάν. Οι γιοι του Δαιδάν ήταν ο Ασσουρίμ, ο Λετουσίμ και ο Λεουμμίμ.  Οι γιοι του Μαδιάμ ήταν ο Εφά, ο Εφέρ, ο Ανώχ, ο Αβιδά και ο Ελδαά. Όλοι αυτοί ήταν οι γιοι της Χετούρας.  Αργότερα ο Αβραάμ έδωσε όλα όσα είχε στον Ισαάκ,+  αλλά στους γιους των παλλακίδων του έδωσε δώρα. Κατόπιν, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός, τους έστειλε ανατολικά, μακριά από τον Ισαάκ τον γιο του,+ στη γη της Ανατολής.  Τα χρόνια της ζωής του Αβραάμ έφτασαν τα 175.  Κατόπιν ο Αβραάμ εξέπνευσε και πέθανε σε καλά γηρατειά, γέρος και ικανοποιημένος, και προστέθηκε στον λαό του.*  Οι γιοι του, ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, τον έθαψαν στη σπηλιά Μαχπελάχ στον αγρό του Εφρών, του γιου του Ζωάρ του Χετταίου, που βρίσκεται μπροστά στη Μαμβρή,+ 10  τον αγρό που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Χετ. Εκεί θάφτηκε ο Αβραάμ, μαζί με τη σύζυγό του τη Σάρρα.+ 11  Μετά τον θάνατο του Αβραάμ, ο Θεός συνέχισε να ευλογεί τον γιο του τον Ισαάκ,+ και ο Ισαάκ κατοικούσε κοντά στη Βηρ-λαχαΐ-ροΐ.+ 12  Αυτή είναι η ιστορία του Ισμαήλ,+ του γιου του Αβραάμ, τον οποίο γέννησε στον Αβραάμ η Άγαρ+ η Αιγύπτια, η υπηρέτρια της Σάρρας. 13  Αυτά είναι τα ονόματα των γιων του Ισμαήλ, σύμφωνα με τα ονόματά τους και τις οικογένειες που προήλθαν από αυτούς: πρωτότοκος του Ισμαήλ ο Νεβαϊώθ,+ έπειτα ο Κηδάρ,+ ο Αδβεήλ, ο Μιβσάμ,+ 14  ο Μισμά, ο Δουμά, ο Μασσά, 15  ο Αδάδ, ο Θεμά, ο Ιετούρ, ο Ναφίς και ο Κεδημά. 16  Αυτοί είναι οι γιοι του Ισμαήλ και αυτά είναι τα ονόματά τους σύμφωνα με τους οικισμούς τους και τους καταυλισμούς* τους, 12 αρχηγοί σύμφωνα με τις φυλετικές τους ομάδες.+ 17  Και ο Ισμαήλ έζησε 137 χρόνια. Κατόπιν εξέπνευσε και πέθανε και προστέθηκε στον λαό του.* 18  Και κατοικούσαν από την Αβιλά+ κοντά στη Σιούρ,+ η οποία βρίσκεται δίπλα στην Αίγυπτο, μέχρι την Ασσυρία. Εγκαταστάθηκε κοντά σε όλους τους αδελφούς του.*+ 19  Και αυτή είναι η ιστορία του Ισαάκ, του γιου του Αβραάμ.+ Ο Αβραάμ έγινε πατέρας του Ισαάκ. 20  Ο Ισαάκ ήταν 40 χρονών όταν παντρεύτηκε τη Ρεβέκκα, την κόρη του Βαθουήλ+ του Αραμαίου από την Παδάν-αράμ, την αδελφή του Λάβαν του Αραμαίου. 21  Και ο Ισαάκ ικέτευε τον Ιεχωβά για τη σύζυγό του, επειδή ήταν στείρα· ο Ιεχωβά λοιπόν εισάκουσε την ικεσία του και η σύζυγός του η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος. 22  Και οι γιοι μέσα της πάλευαν,+ ώστε εκείνη είπε: «Αν είναι έτσι, γιατί να συνεχίσω να ζω;» Γι’ αυτό λοιπόν, ρώτησε τον Ιεχωβά. 23  Και ο Ιεχωβά τής είπε: «Δύο έθνη είναι στην κοιλιά σου+ και δύο λαοί θα χωριστούν από τα σπλάχνα σου·+ και το ένα έθνος θα είναι ισχυρότερο από το άλλο,+ και ο μεγαλύτερος θα υπηρετεί τον νεότερο».+ 24  Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, υπήρχαν όντως δίδυμα στην κοιλιά της. 25  Τότε βγήκε ο πρώτος και ήταν κόκκινος παντού· έμοιαζε με τρίχινο ρούχο,+ γι’ αυτό τον ονόμασαν Ησαύ.*+ 26  Έπειτα βγήκε ο αδελφός του και το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ,+ γι’ αυτό ονομάστηκε Ιακώβ.*+ Ο Ισαάκ ήταν 60 χρονών όταν τους γέννησε η Ρεβέκκα. 27  Καθώς τα αγόρια μεγάλωναν, ο Ησαύ έγινε επιδέξιος κυνηγός,+ άνθρωπος της υπαίθρου, αλλά ο Ιακώβ ήταν άμεμπτος άνθρωπος και κατοικούσε σε σκηνές.+ 28  Και ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ επειδή του έφερνε κυνήγι για να τρώει, ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ.+ 29  Κάποια φορά, ενώ ο Ιακώβ έβραζε φαγητό, γύρισε ο Ησαύ από τους αγρούς εξαντλημένος. 30  Είπε λοιπόν ο Ησαύ στον Ιακώβ: «Γρήγορα, σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο* από το κόκκινο φαγητό που έχεις εκεί,* γιατί είμαι εξαντλημένος!»* Γι’ αυτό και πήρε το όνομα Εδώμ.*+ 31  Τότε ο Ιακώβ είπε: «Πούλησέ μου πρώτα τα δικαιώματα που έχεις ως πρωτότοκος!»+ 32  Και ο Ησαύ συνέχισε: «Εδώ εγώ κοντεύω να πεθάνω! Τι να τα κάνω τα πρωτοτόκια;» 33  Και ο Ιακώβ πρόσθεσε: «Ορκίσου μου πρώτα!» Εκείνος λοιπόν του ορκίστηκε και πούλησε στον Ιακώβ τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος.+ 34  Τότε ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί και βρασμένες φακές και εκείνος έφαγε και ήπιε, και κατόπιν σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι λοιπόν, ο Ησαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκια.

Υποσημειώσεις

Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.
Ή αλλιώς «περιτειχισμένους καταυλισμούς».
Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.
Ή πιθανώς «Βρισκόταν σε έχθρα με όλους τους αδελφούς του».
Σημαίνει «δασύτριχος».
Σημαίνει «αυτός που πιάνει τη φτέρνα· αυτός που υποσκελίζει».
Ή αλλιώς «δώσε μου μια μπουκιά».
Κυριολεκτικά «το κόκκινο, αυτό το κόκκινο».
Ή αλλιώς «γιατί πεθαίνω από την πείνα».
Σημαίνει «κόκκινος».