Γένεση 28:1-22

  • Ο Ισαάκ στέλνει τον Ιακώβ στην Παδάν-αράμ (1-9)

  • Το όνειρο του Ιακώβ στη Βαιθήλ (10-22)

    • Ο Θεός επιβεβαιώνει στον Ιακώβ την υπόσχεσή του (13-15)

28  Ο Ισαάκ λοιπόν κάλεσε τον Ιακώβ και τον ευλόγησε και του έδωσε την εξής εντολή: «Δεν πρέπει να πάρεις σύζυγο από τις κόρες της Χαναάν.+  Πήγαινε στην Παδάν-αράμ στο σπίτι του Βαθουήλ, του πατέρα της μητέρας σου, και πάρε από εκεί σύζυγο, από τις κόρες του Λάβαν,+ του αδελφού της μητέρας σου.  Ο Θεός ο Παντοδύναμος θα σε ευλογήσει και θα σε κάνει καρποφόρο και θα σε πληθύνει, και θα γίνεις οπωσδήποτε εκκλησία λαών.+  Και θα δώσει σε εσένα την ευλογία του Αβραάμ,+ σε εσένα και στους απογόνους* σου μαζί σου, ώστε να πάρεις στην κατοχή σου τη γη όπου έχεις ζήσει ως ξένος, την οποία ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ».+  Έτσι λοιπόν, ο Ισαάκ έστειλε τον Ιακώβ μακριά και αυτός έφυγε για να πάει στην Παδάν-αράμ, στον Λάβαν, τον γιο του Βαθουήλ του Αραμαίου,+ τον αδελφό της Ρεβέκκας,+ της μητέρας του Ιακώβ και του Ησαύ.  Ο Ησαύ είδε ότι ο Ισαάκ είχε ευλογήσει τον Ιακώβ και τον είχε στείλει στην Παδάν-αράμ για να πάρει από εκεί σύζυγο και ότι, καθώς τον ευλογούσε, του έδωσε την εντολή: «Μην πάρεις σύζυγο από τις κόρες της Χαναάν».+  Είδε επίσης ότι ο Ιακώβ υπάκουσε στον πατέρα του και στη μητέρα του και έφυγε για την Παδάν-αράμ.+  Τότε ο Ησαύ συνειδητοποίησε ότι οι κόρες της Χαναάν προκαλούσαν δυσαρέσκεια στον πατέρα του τον Ισαάκ,+  και γι’ αυτό πήγε στον Ισμαήλ και πήρε για σύζυγο τη Μαχαλάθ—που ήταν κόρη του Ισμαήλ, του γιου του Αβραάμ, και αδελφή του Νεβαϊώθ—εκτός από τις άλλες συζύγους που ήδη είχε.+ 10  Ο δε Ιακώβ έφυγε από τη Βηρ-σαβεέ και συνέχισε τον δρόμο του προς τη Χαρράν.+ 11  Αργότερα έφτασε σε έναν τόπο και ετοιμάστηκε να διανυκτερεύσει εκεί επειδή ο ήλιος είχε δύσει. Πήρε λοιπόν μια από τις πέτρες που υπήρχαν εκεί γύρω και την έβαλε για προσκεφάλι του και ξάπλωσε.+ 12  Τότε είδε ένα όνειρο: Μια σκάλα είχε τη βάση της στη γη και η κορυφή της έφτανε μέχρι τους ουρανούς· και άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν σε αυτήν.+ 13  Και ο Ιεχωβά στεκόταν από πάνω της και είπε: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου και ο Θεός του Ισαάκ.+ Τη γη πάνω στην οποία ξαπλώνεις πρόκειται να τη δώσω σε εσένα και στους απογόνους* σου.+ 14  Και οι απόγονοί σου* θα γίνουν σαν τους κόκκους του χώματος της γης,+ και θα εξαπλωθείς προς τη δύση και προς την ανατολή και προς τον βορρά και προς τον νότο· μέσα από εσένα και μέσα από τους απογόνους σου* όλες οι οικογένειες της γης οπωσδήποτε θα ευλογηθούν.*+ 15  Εγώ είμαι μαζί σου και θα σε φυλάξω όπου και αν πας και θα σε ξαναφέρω σε αυτή τη γη.+ Δεν θα σε εγκαταλείψω μέχρι να κάνω ό,τι σου υποσχέθηκα».+ 16  Τότε ο Ιακώβ ξύπνησε και είπε: «Ασφαλώς ο Ιεχωβά βρίσκεται σε αυτόν τον τόπο και εγώ δεν το ήξερα». 17  Και τον έπιασε φόβος και πρόσθεσε: «Πόσο δέος εμπνέει αυτός ο τόπος! Εδώ είναι σίγουρα ο οίκος του Θεού+ και αυτή είναι η πύλη των ουρανών».+ 18  Νωρίς το πρωί, λοιπόν, ο Ιακώβ σηκώθηκε και πήρε την πέτρα που είχε για προσκεφάλι του και την έστησε ως στήλη και έχυσε λάδι πάνω της.+ 19  Γι’ αυτό, ονόμασε εκείνον τον τόπο Βαιθήλ,* αλλά προηγουμένως το όνομα της πόλης ήταν Λουζ.+ 20  Και έκανε ο Ιακώβ την εξής ευχή: «Αν ο Θεός παραμείνει μαζί μου και με προστατέψει στο ταξίδι μου και μου δώσει ψωμί να φάω και ρούχα να φορέσω 21  και επιστρέψω με το καλό* στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο Ιεχωβά θα έχει οπωσδήποτε αποδειχτεί Θεός μου. 22  Και αυτή η πέτρα που έστησα ως στήλη θα γίνει οίκος του Θεού,+ και εγώ θα σου δώσω εξάπαντος το ένα δέκατο από οτιδήποτε μου δώσεις».

Υποσημειώσεις

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».
Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».
Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».
Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».
Ή αλλιώς «θα αποκτήσουν ευλογία για τον εαυτό τους».
Σημαίνει «οίκος του Θεού».
Κυριολεκτικά «με ειρήνη».