Κριτές 15:1-20
-
Ο Σαμψών εκδικείται τους Φιλισταίους (1-20)
15 Λίγο αργότερα, στις ημέρες του θερισμού του σιταριού, ο Σαμψών πήγε να επισκεφτεί τη γυναίκα του φέρνοντας ένα κατσικάκι. Είπε λοιπόν: «Θέλω να πάω στη γυναίκα μου, στο υπνοδωμάτιο».* Αλλά ο πατέρας της δεν τον άφησε να μπει.
2 Του είπε: «Σκέφτηκα ότι σίγουρα τη μισείς.+ Γι’ αυτό, την έδωσα στον γαμήλιο συνοδό σου.+ Δεν είναι η νεότερη αδελφή της πιο όμορφη από αυτήν; Πάρε εκείνη, σε παρακαλώ, στη θέση της».
3 Ωστόσο, ο Σαμψών τούς είπε: «Αυτή τη φορά οι Φιλισταίοι δεν μπορούν να με κατηγορήσουν για το κακό που θα τους κάνω».
4 Ο Σαμψών λοιπόν πήγε και έπιασε 300 αλεπούδες. Μετά πήρε πυρσούς, γύρισε τις αλεπούδες ουρά με ουρά και έβαλε έναν πυρσό ανάμεσα στις δύο ουρές.
5 Κατόπιν έβαλε φωτιά στους πυρσούς και άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στους αγρούς των Φιλισταίων με τα αθέριστα σιτηρά. Έβαλε φωτιά στα πάντα, από δεμάτια μέχρι αθέριστα σιτηρά, καθώς και στα αμπέλια και στους ελαιώνες.
6 Οι Φιλισταίοι ρωτούσαν: «Ποιος το έκανε αυτό;» Τους είπαν λοιπόν: «Ο Σαμψών, ο γαμπρός του Θιμνίτη, επειδή εκείνος πήρε τη γυναίκα του και την έδωσε στον γαμήλιο συνοδό του».+ Τότε οι Φιλισταίοι ανέβηκαν και έκαψαν αυτήν και τον πατέρα της με φωτιά.+
7 Έπειτα ο Σαμψών τούς είπε: «Με αυτά που κάνετε, δεν θα σταματήσω μέχρι να σας εκδικηθώ».+
8 Και σκότωσε τον έναν μετά τον άλλον* με μεγάλη σφαγή. Μετά κατέβηκε και κατοίκησε σε μια σπηλιά* του βράχου Ητάμ.
9 Αργότερα οι Φιλισταίοι ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στον Ιούδα και περιφέρονταν στη Λεχί.+
10 Τότε οι άντρες του Ιούδα είπαν: «Γιατί ανεβήκατε εναντίον μας;» Εκείνοι απάντησαν: «Ανεβήκαμε να πιάσουμε* τον Σαμψών, για να του κάνουμε ό,τι μας έκανε».
11 Έτσι λοιπόν, 3.000 άντρες του Ιούδα κατέβηκαν στη σπηλιά* του βράχου Ητάμ και είπαν στον Σαμψών: «Δεν ξέρεις ότι μας κυβερνούν οι Φιλισταίοι;+ Γιατί μας το έκανες αυτό;» Εκείνος τους απάντησε: «Τους έκανα ό,τι μου έκαναν».
12 Αυτοί όμως του είπαν: «Ήρθαμε να σε πιάσουμε* και να σε παραδώσουμε στους Φιλισταίους». Τότε ο Σαμψών αποκρίθηκε: «Ορκιστείτε μου ότι εσείς δεν θα μου επιτεθείτε».
13 Αυτοί του είπαν: «Όχι! Μόνο θα σε δέσουμε και θα σε παραδώσουμε σε εκείνους, αλλά δεν θα σε θανατώσουμε».
Τον έδεσαν λοιπόν με δύο καινούρια σχοινιά και τον ανέβασαν από τον βράχο.
14 Όταν έφτασε στη Λεχί, οι Φιλισταίοι φώναξαν θριαμβευτικά μόλις τον συνάντησαν. Τότε το πνεύμα του Ιεχωβά τού έδωσε δύναμη,+ και τα σχοινιά στους βραχίονές του έγιναν σαν λινές κλωστές καμένες από φωτιά, και τα δεσμά του έλιωσαν και έπεσαν από τα χέρια του.+
15 Και βρήκε ένα νωπό σαγόνι αρσενικού γαϊδουριού, άπλωσε το χέρι του, το πήρε και σκότωσε με αυτό 1.000 άντρες.+
16 Κατόπιν ο Σαμψών είπε:
«Με σαγόνι γαϊδουριού—ένας σωρός, δύο σωροί!
Με σαγόνι γαϊδουριού σκότωσα 1.000 άντρες».+
17 Αφού τα είπε αυτά, πέταξε το σαγόνι και ονόμασε εκείνον τον τόπο Ραμάθ-λεχί.*+
18 Κατόπιν δίψασε πολύ και επικαλέστηκε τον Ιεχωβά και είπε: «Εσύ έδωσες αυτή τη μεγάλη σωτηρία στο χέρι του υπηρέτη σου. Να πεθάνω τώρα από δίψα και να πέσω στα χέρια των απερίτμητων;»
19 Ο Θεός λοιπόν έσκισε στα δύο ένα κοίλωμα που υπήρχε στη Λεχί, και έτρεξε νερό από αυτό.+ Όταν ο Σαμψών ήπιε, το πνεύμα του* επέστρεψε και εκείνος αναζωογονήθηκε. Γι’ αυτό, ονόμασε εκείνον τον τόπο Εν-ακκορέ,* ο οποίος βρίσκεται στη Λεχί μέχρι αυτή την ημέρα.
20 Και έκρινε τον Ισραήλ στις ημέρες των Φιλισταίων 20 χρόνια.+