Το Δεύτερο των Βασιλέων 4:1-44
4 Κάποια από τις συζύγους των γιων των προφητών+ είπε στενοχωρημένη στον Ελισαιέ: «Ο υπηρέτης σου, ο σύζυγός μου, πέθανε, και εσύ ξέρεις καλά ότι ο υπηρέτης σου φοβόταν πάντοτε τον Ιεχωβά.+ Τώρα έχει έρθει ένας πιστωτής να πάρει και τα δυο μου παιδιά ως δούλους του».
2 Ο Ελισαιέ τη ρώτησε: «Τι μπορώ να κάνω για εσένα; Πες μου, τι έχεις στο σπίτι;» Εκείνη απάντησε: «Η υπηρέτριά σου δεν έχει τίποτα απολύτως στο σπίτι εκτός από ένα μικρό δοχείο* λάδι».+
3 Τότε της είπε: «Πήγαινε έξω και ζήτησε δοχεία από όλους τους γείτονές σου, άδεια δοχεία. Μην αρκεστείς σε λίγα.
4 Μετά μπες μέσα και κλείσε την πόρτα πίσω από εσένα και τους γιους σου. Γέμισε όλα αυτά τα δοχεία και βάζε τα γεμάτα στην άκρη».
5 Εκείνη λοιπόν έφυγε.
Αφού έκλεισε την πόρτα πίσω της και πίσω από τους γιους της, αυτοί της έδιναν τα δοχεία και εκείνη έχυνε μέσα λάδι.+
6 Όταν γέμισαν τα δοχεία, είπε στον έναν γιο της: «Φέρε μου και άλλο δοχείο».+ Αλλά αυτός της είπε: «Δεν έχει άλλο δοχείο». Τότε το λάδι σταμάτησε.+
7 Έπειτα εκείνη πήγε και το ανέφερε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού, ο οποίος είπε: «Πήγαινε, πούλησε το λάδι, πλήρωσε τα χρέη σου και με ό,τι απομείνει μπορείς να ζήσεις εσύ και οι γιοι σου».
8 Μια ημέρα ο Ελισαιέ πήγε στη Σουνάμ,+ όπου υπήρχε μια εξέχουσα γυναίκα, η οποία επέμενε να γευματίσει αυτός μαζί τους.+ Έκτοτε, όποτε περνούσε, σταματούσε εκεί για να φάει.
9 Η γυναίκα λοιπόν είπε στον σύζυγό της: «Ξέρω ότι αυτός που έρχεται εδώ τακτικά είναι άγιος άνθρωπος του Θεού.
10 Σε παρακαλώ, ας φτιάξουμε ένα μικρό δωμάτιο στην ταράτσα+ και ας βάλουμε εκεί ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μια καρέκλα και έναν λυχνοστάτη ώστε, όποτε έρχεται σε εμάς, να μένει εκεί».+
11 Μια ημέρα αυτός ήρθε και ανέβηκε στο δωμάτιο στην ταράτσα για να ξαπλώσει.
12 Τότε είπε στον Γιεζί+ τον υπηρέτη του: «Φώναξε τη Σουναμίτισσα».+ Τη φώναξε λοιπόν και εκείνη ήρθε.
13 Κατόπιν είπε στον Γιεζί: «Σε παρακαλώ, πες της: “Εσύ έκανες όλο αυτόν τον κόπο για εμάς.+ Τι μπορώ να κάνω εγώ για εσένα;+ Θέλεις να μιλήσω εκ μέρους σου στον βασιλιά+ ή στον αρχιστράτηγο;”» Αλλά αυτή απάντησε: «Δεν χρειάζομαι τίποτα. Ζω ανάμεσα στον λαό μου».
14 Εκείνος λοιπόν ρώτησε: «Τότε τι μπορώ να κάνω για αυτήν;» Και ο Γιεζί απάντησε: «Δεν έχει γιο,+ και ο άντρας της είναι γέρος».
15 Αμέσως εκείνος είπε: «Φώναξέ την». Τη φώναξε λοιπόν και αυτή στάθηκε στην είσοδο.
16 Κατόπιν της είπε: «Του χρόνου τέτοιον καιρό, θα κρατάς στην αγκαλιά σου γιο».+ Αυτή όμως είπε: «Όχι, κύριέ μου, άνθρωπε του αληθινού Θεού! Μη λες ψέματα στην υπηρέτριά σου».
17 Ωστόσο, η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε γιο τον ίδιο καιρό το επόμενο έτος, ακριβώς όπως της είχε πει ο Ελισαιέ.
18 Το παιδί μεγάλωσε, και μια ημέρα πήγε να βρει τον πατέρα του, που ήταν με τους θεριστές.
19 Και του έλεγε: «Το κεφάλι μου, ωχ, το κεφάλι μου!» Τελικά ο πατέρας του είπε στον υπηρέτη: «Πήγαινέ τον στη μητέρα του».
20 Τον πήγε λοιπόν στη μητέρα του, και καθόταν στα γόνατά της μέχρι το μεσημέρι, και τότε πέθανε.+
21 Έπειτα αυτή ανέβηκε, τον έβαλε στο κρεβάτι του ανθρώπου του αληθινού Θεού,+ έκλεισε την πόρτα πίσω της και έφυγε.
22 Μετά φώναξε τον σύζυγό της και είπε: «Στείλε μου, σε παρακαλώ, έναν υπηρέτη και ένα γαϊδούρι για να πάω γρήγορα στον άνθρωπο του αληθινού Θεού και να επιστρέψω».
23 Εκείνος όμως ρώτησε: «Γιατί πηγαίνεις να τον δεις σήμερα; Δεν είναι ούτε νέα σελήνη+ ούτε σάββατο». Αλλά του απάντησε: «Μην ανησυχείς, όλα είναι καλά».
24 Σαμάρωσε λοιπόν το γαϊδούρι και είπε στον υπηρέτη της: «Προχώρα γρήγορα. Μην επιβραδύνεις για χάρη μου αν δεν σου πω».
25 Έφυγε λοιπόν και πήγε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού στο όρος Κάρμηλος. Μόλις την είδε από μακριά ο άνθρωπος του αληθινού Θεού, είπε στον Γιεζί τον υπηρέτη του: «Δες! Η Σουναμίτισσα είναι εκεί πέρα.
26 Τρέξε, σε παρακαλώ, να την προϋπαντήσεις και ρώτησέ την: “Είσαι καλά; Είναι καλά ο άντρας σου; Είναι καλά το παιδί σου;”» Και εκείνη είπε: «Όλα καλά».
27 Μόλις έφτασε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού στο βουνό, τον έπιασε από τα πόδια.+ Αμέσως ο Γιεζί πλησίασε για να την απομακρύνει, αλλά ο άνθρωπος του αληθινού Θεού είπε: «Άφησέ την, γιατί είναι πολύ πικραμένη,* και ο Ιεχωβά μού το έκρυψε και δεν μου το είπε».
28 Τότε εκείνη τον ρώτησε: «Ζήτησα εγώ από τον κύριό μου γιο; Δεν είπα: “Μη μου δίνεις ψεύτικες ελπίδες”;»+
29 Αμέσως εκείνος είπε στον Γιεζί: «Τύλιξε τα ρούχα σου γύρω από τη μέση σου,+ πάρε το μπαστούνι μου στο χέρι σου και πήγαινε. Αν ανταμώσεις κάποιον, μην τον χαιρετήσεις· και αν σε χαιρετήσει κάποιος, μην του απαντήσεις. Πήγαινε και ακούμπησε το μπαστούνι μου στο πρόσωπο του αγοριού».
30 Τότε η μητέρα του αγοριού είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και ότι ζεις εσύ,* δεν θα φύγω από κοντά σου».+ Εκείνος λοιπόν σηκώθηκε και πήγε μαζί της.
31 Ο Γιεζί προπορεύτηκε και ακούμπησε το μπαστούνι στο πρόσωπο του αγοριού, αλλά δεν υπήρξε κανένα σημείο ζωής.+ Γύρισε λοιπόν πίσω να συναντήσει τον Ελισαιέ και του είπε: «Το αγόρι δεν ξύπνησε».
32 Όταν ο Ελισαιέ ήρθε στο σπίτι, το αγόρι κειτόταν νεκρό στο κρεβάτι του.+
33 Εκείνος μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να προσεύχεται στον Ιεχωβά.+
34 Μετά ανέβηκε στο κρεβάτι, ξάπλωσε πάνω στο παιδί, έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του, τα μάτια του πάνω στα μάτια του και τις παλάμες του πάνω στις παλάμες του και έμεινε γερμένος πάνω του, και το σώμα του παιδιού άρχισε να ζεσταίνεται.+
35 Εκείνος περπάτησε πέρα δώθε μέσα στο σπίτι, ανέβηκε στο κρεβάτι και έγειρε πάλι πάνω του. Το αγόρι φταρνίστηκε εφτά φορές και μετά άνοιξε τα μάτια του.+
36 Τότε ο Ελισαιέ φώναξε τον Γιεζί και είπε: «Πες στη Σουναμίτισσα να έρθει». Της είπε λοιπόν να έρθει και αυτή πήγε. Ο Ελισαιέ τής είπε: «Πάρε τον γιο σου».+
37 Και αυτή μπήκε μέσα και έπεσε στα πόδια του και τον προσκύνησε μέχρις εδάφους· μετά πήρε τον γιο της και βγήκε έξω.
38 Όταν ο Ελισαιέ επέστρεψε στα Γάλγαλα, υπήρχε πείνα στον τόπο.+ Οι γιοι των προφητών+ κάθονταν μπροστά του, και εκείνος είπε στον υπηρέτη του:+ «Βάλε τη μεγάλη χύτρα και ετοίμασε φαγητό για τους γιους των προφητών».
39 Βγήκε λοιπόν κάποιος από αυτούς στον αγρό να μαζέψει μολόχες, και βρήκε ένα άγριο κληματώδες φυτό και μάζεψε από αυτό άγρια κολοκύθια, γεμίζοντας το ρούχο του. Κατόπιν γύρισε, τα έκοψε και τα έριξε στη χύτρα, χωρίς να ξέρει τι ήταν αυτά.
40 Αργότερα σέρβιραν το φαγητό στους άντρες, αλλά μόλις εκείνοι το δοκίμασαν, φώναξαν: «Θάνατος υπάρχει στη χύτρα, άνθρωπε του αληθινού Θεού». Και δεν μπόρεσαν να το φάνε.
41 Τότε εκείνος είπε: «Φέρτε αλεύρι». Αφού το έριξε στη χύτρα, είπε: «Σερβίρετέ το». Και δεν υπήρχε τίποτα βλαβερό στη χύτρα.+
42 Κάποιος ήρθε από τη Βάαλ-σαλισά+ και έφερε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού 20 κριθαρένια ψωμιά+ φτιαγμένα από τους πρώτους ώριμους καρπούς, καθώς και ένα σακούλι με καινούρια σιτηρά.+ Έπειτα ο Ελισαιέ είπε: «Δώσε στους ανθρώπους να φάνε».
43 Αλλά ο υπηρέτης του ρώτησε: «Πώς μπορώ να βάλω τόσο λίγο φαγητό μπροστά σε 100 άντρες;»+ Τότε εκείνος απάντησε: «Δώσε τους να φάνε, γιατί να τι λέει ο Ιεχωβά: “Θα φάνε και θα μείνει και περίσσευμα”».+
44 Τότε εκείνος το έβαλε μπροστά τους και έφαγαν και έμεινε περίσσευμα,+ όπως είχε πει ο Ιεχωβά.