Το Δεύτερο του Σαμουήλ 6:1-23
6 Ο Δαβίδ συγκέντρωσε ξανά τους καλύτερους στρατιώτες του Ισραήλ, 30.000 άντρες.
2 Κατόπιν ο Δαβίδ και όλοι οι άντρες που ήταν μαζί του ξεκίνησαν για τη Βααλέ-ιούδα για να ανεβάσουν από εκεί την Κιβωτό του αληθινού Θεού,+ μπροστά στην οποία επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων,+ ο οποίος κάθεται ενθρονισμένος πάνω από τα* χερουβείμ.+
3 Ωστόσο, τοποθέτησαν την Κιβωτό του αληθινού Θεού πάνω σε μια καινούρια άμαξα+ για να τη μεταφέρουν από το σπίτι του Αβιναδάβ,+ το οποίο ήταν στον λόφο. Την οδηγούσαν ο Ουζά και ο Αχιώ, οι γιοι του Αβιναδάβ.
4 Μετέφεραν λοιπόν την Κιβωτό του αληθινού Θεού από το σπίτι του Αβιναδάβ που ήταν στον λόφο, και ο Αχιώ περπατούσε μπροστά από την Κιβωτό.
5 Ο Δαβίδ και όλος ο οίκος του Ισραήλ γιόρταζαν ενώπιον του Ιεχωβά με κάθε είδους όργανα από ξύλο αρκεύθου, άρπες, άλλα έγχορδα,+ ντέφια,+ σείστρα και κύμβαλα.+
6 Αλλά όταν έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Ουζά άπλωσε το χέρι του στην Κιβωτό του αληθινού Θεού και την έπιασε,+ γιατί τα βόδια παραλίγο να τη ρίξουν.
7 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ουζά, και ο αληθινός Θεός τον έπληξε+ εκεί για την ανευλαβή πράξη του,+ και πέθανε εκεί, δίπλα στην Κιβωτό του αληθινού Θεού.
8 Ο Δαβίδ όμως θύμωσε* για το ότι η οργή του Ιεχωβά είχε ξεσπάσει εναντίον του Ουζά· και εκείνο το μέρος ονομάζεται Φαρές-ουζά* μέχρι σήμερα.
9 Γι’ αυτό, ο Δαβίδ φοβήθηκε τον Ιεχωβά+ εκείνη την ημέρα και είπε: «Πώς είναι δυνατόν να έρθει η Κιβωτός του Ιεχωβά κοντά μου;»+
10 Ο Δαβίδ δεν θέλησε να φέρει την Κιβωτό του Ιεχωβά εκεί όπου βρισκόταν αυτός, στην Πόλη του Δαβίδ.+ Αντίθετα, φρόντισε να την πάνε στο σπίτι του Ωβήδ-εδώμ+ του Γιθίτη.
11 Η Κιβωτός του Ιεχωβά έμεινε στο σπίτι του Ωβήδ-εδώμ του Γιθίτη τρεις μήνες, και ο Ιεχωβά ευλογούσε τον Ωβήδ-εδώμ και όλο το σπιτικό του.+
12 Αναφέρθηκε δε στον βασιλιά Δαβίδ: «Ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ και όλα όσα έχει, λόγω της Κιβωτού του αληθινού Θεού». Τότε ο Δαβίδ πήγε με χαρά να ανεβάσει την Κιβωτό του αληθινού Θεού από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Πόλη του Δαβίδ.+
13 Μόλις οι μεταφορείς+ της Κιβωτού του Ιεχωβά προχώρησαν έξι βήματα, θυσίασε έναν ταύρο και ένα καλοθρεμμένο ζώο.
14 Ο Δαβίδ χόρευε ενώπιον του Ιεχωβά με όλη του τη δύναμη φορώντας* λινό εφόδ.+
15 Ο Δαβίδ και όλος ο οίκος του Ισραήλ ανέβαζαν την Κιβωτό+ του Ιεχωβά με χαρούμενες φωνές+ και με τον ήχο του κέρατος.+
16 Αλλά όταν η Κιβωτός του Ιεχωβά μπήκε στην Πόλη του Δαβίδ, η Μιχάλ, η κόρη του Σαούλ,+ κοίταξε από το παράθυρο και είδε κάτω τον βασιλιά Δαβίδ να πηδάει και να χορεύει ενώπιον του Ιεχωβά· και άρχισε να τον καταφρονεί στην καρδιά της.+
17 Έφεραν λοιπόν την Κιβωτό του Ιεχωβά και την έβαλαν στη θέση της μέσα στη σκηνή που είχε στήσει ο Δαβίδ για αυτήν.+ Έπειτα ο Δαβίδ πρόσφερε ολοκαυτώματα+ και θυσίες συμμετοχής+ ενώπιον του Ιεχωβά.+
18 Όταν τελείωσε την προσφορά ολοκαυτωμάτων και θυσιών συμμετοχής, ευλόγησε τον λαό στο όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων.
19 Επιπλέον, μοίρασε σε όλο τον λαό, σε ολόκληρο το πλήθος του Ισραήλ, σε κάθε άντρα και γυναίκα, μια κουλούρα ψωμί, μια χουρμαδόπιτα και μια σταφιδόπιτα. Ύστερα έφυγε όλος ο λαός, ο καθένας για το σπίτι του.
20 Όταν ο Δαβίδ επέστρεψε για να ευλογήσει το σπιτικό του, η κόρη του Σαούλ, η Μιχάλ,+ βγήκε να τον προϋπαντήσει και είπε: «Πόσο ένδοξο έκανε τον εαυτό του ο βασιλιάς του Ισραήλ όταν γυμνώθηκε σήμερα μπροστά στις δούλες των υπηρετών του, όπως γυμνώνεται ολότελα ένας άμυαλος!»+
21 Τότε ο Δαβίδ είπε στη Μιχάλ: «Εγώ γιόρτασα για τον Ιεχωβά, ο οποίος επέλεξε εμένα αντί για τον πατέρα σου και όλο το σπιτικό του και με διόρισε ηγέτη του λαού του Ιεχωβά, του Ισραήλ.+ Γι’ αυτό, θα γιορτάσω για τον Ιεχωβά,
22 και θα ταπεινώσω ακόμη περισσότερο τον εαυτό μου και θα πέσω χαμηλά ακόμη και στα ίδια μου τα μάτια. Όσο για τις δούλες που ανέφερες, μέσω αυτών θα δοξαστώ».
23 Γι’ αυτό, η κόρη του Σαούλ, η Μιχάλ,+ δεν απέκτησε παιδιά ως την ημέρα του θανάτου της.