Ο Θεός δημιουργεί το υλικό σύμπαν και τη ζωή στη γη. Δημιουργεί έναν τέλειο άντρα και μια τέλεια γυναίκα, τους εγκαθιστά σε έναν πανέμορφο κήπο και τους δίνει εντολές στις οποίες πρέπει να υπακούσουν
ΕΧΟΥΝ αποκληθεί τα πιο διάσημα εισαγωγικά λόγια που γράφτηκαν ποτέ. «Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη». (Γένεση 1:1) Με αυτή την απλή, μεγαλειώδη πρόταση, η Βίβλος μάς συστήνει Εκείνον που πρωταγωνιστεί στις Άγιες Γραφές, από την αρχή ως το τέλος—τον παντοδύναμο Θεό, τον Ιεχωβά. Το πρώτο εδάφιο της Γραφής αποκαλύπτει ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός του αχανούς υλικού σύμπαντος, περιλαμβανομένου του πλανήτη στον οποίο ζούμε. Τα εδάφια που ακολουθούν εξηγούν ότι στη διάρκεια ορισμένων διαδοχικών, μεγάλων περιόδων, οι οποίες μεταφορικά ονομάζονται ημέρες, ο Θεός ετοίμασε κατόπιν τη γήινη κατοικία μας, φέρνοντας σε ύπαρξη όλα τα θαύματα του φυσικού μας κόσμου.
Το σπουδαιότερο από τα επίγεια δημιουργήματα του Θεού ήταν ο άνθρωπος. Επρόκειτο για ένα πλάσμα φτιαγμένο κατά την εικόνα του Θεού—ικανό να αντανακλά τις προσωπικές ιδιότητες του Ιεχωβά, όπως την αγάπη και τη σοφία του. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης. Τον ονόμασε Αδάμ και κατόπιν τον τοποθέτησε σε έναν παράδεισο—τον κήπο της Εδέμ. Ο ίδιος ο Θεός φύτεψε εκείνον τον κήπο, γεμίζοντάς τον με ωραία, καρποφόρα δέντρα.
Ο Θεός διέκρινε ότι ο άνθρωπος χρειαζόταν μια σύντροφο. Χρησιμοποιώντας ένα από τα πλευρά του Αδάμ, ο Θεός έπλασε μια γυναίκα και την έφερε στον άνθρωπο για να είναι η σύζυγός του, η οποία αργότερα ονομάστηκε Εύα. Ο Αδάμ εξέφρασε τον ενθουσιασμό του αυθόρμητα, με τα εξής ποιητικά λόγια: «Αυτό είναι επιτέλους οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου». Ο Θεός εξήγησε: «Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη σύζυγό του και θα γίνουν μία σάρκα».—Γένεση 2:22-24· 3:20.
Ο Θεός έδωσε στον Αδάμ και στην Εύα δύο εντολές. Πρώτον, τους παρήγγειλε να καλλιεργούν και να φροντίζουν τη γήινη κατοικία τους, και τελικά να τη γεμίσουν με τους απογόνους τους. Δεύτερον, τους είπε να μη φάνε τον καρπό ενός και μοναδικού δέντρου σε όλο εκείνον τον τεράστιο κήπο, “του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού”. (Γένεση 2:17) Αν παρήκουαν, θα πέθαιναν. Με αυτές τις εντολές, ο Θεός προμήθευσε στον άντρα και στη γυναίκα έναν τρόπο για να δείξουν ότι τον δέχονταν ως Άρχοντά τους. Η υπακοή τους θα έδειχνε επίσης την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους. Αυτοί είχαν κάθε λόγο να δεχτούν τη στοργική διακυβέρνησή του. Δεν υπήρχε ψεγάδι σε εκείνους τους τέλειους ανθρώπους. Η Γραφή μάς λέει: «Ο Θεός είδε καθετί που είχε κάνει, και ήταν πολύ καλό».—Γένεση 1:31.